Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ˙ καλλονήν τήν τοῦ Ἰακώβ τοῖς ἐνθέοις πράξεσι καλλυνόμενοι, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Θεοτοκίον ε΄ ωδής Τριωδίου).

(Την Αγνή Παρθένο Μαριάμ ας την τιμήσουμε με αγνό νου. Αυτήν που είναι η καλλονή του Ιακώβ ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς με τις ένθεες πράξεις μας ως Μητέρα του Θεού μας). 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί στο Θεοτοκίο για τη στάση μας έναντι της Παναγίας. Να την τιμήσουμε και να την υμνολογήσουμε, λέει, όχι όμως με τα λόγια μας πρώτιστα – κι αυτά βεβαίως είναι απαραίτητα: άλλωστε με λόγια προτρέπει τους πιστούς – αλλά κυρίως με όλη τη ζωή μας. Την αγνότητα του νου μας δηλαδή και τις ένθεες πράξεις μας. Έτσι μόνο Την αναγνωρίζουμε ορθά ως Μητέρα του Θεού μας, που σημαίνει ότι έτσι αντιστοίχως αναγνωρίζουμε και ως Κύριο Θεό μας τον Ιησού Χριστό – είναι γνωστό ότι η ορθή στάση έναντι της Παναγίας φανερώνει την ορθή στάση και έναντι του Ιησού Χριστού. Και τι σημαίνει αγνός νους και ένθεες πράξεις; Ασφαλώς καθαρή καρδιά και ζωή σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Κυρίου. Η καρδιά ή ο νους αλλιώς, κατά την  Παράδοση της Εκκλησίας, συνιστά το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου, συνεπώς η ποιότητα του κέντρου αυτού καθορίζει και αν ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως μέσα σ’ αυτό ή όχι. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» είπε ο Κύριος. Η δε καρδιά καθαρίζεται κατ’ αναλογία της τηρήσεως και εφαρμογής των εντολών του Κυρίου. Χριστιανός που χάριτι Θεού βρίσκεται αδιάκοπα στην πορεία της Οδού του Κυρίου, εκεί δηλαδή που παραπέμπουν πάντοτε οι εντολές Του, διαπιστώνει εμπειρικά την καθαρότητα που επέρχεται στην καρδιά του από το φως του Θεού που αρχίζει και λάμπει σ’ αυτήν, γεγονός που σιγά σιγά αντανακλάται και στο ίδιο το σώμα του.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο: Την Παναγία Μητέρα, η Οποία ήταν η κατεξοχήν Αγνή και Καθαρή και ζούσε με απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού, μπορεί να την τιμήσει και να την υμνήσει μόνον εκείνος που βρίσκεται στη συγκεκριμένη αντίστοιχη μ’ Αυτήν πορεία ζωής, ο αγωνιζόμενος  για την κάθαρση της καρδιάς του. Αν δεν υπάρχει ο πνευματικός αυτός αγώνας, τότε τα όποια λόγια και οι όποιοι ύμνοι προς την Παναγία δεν γίνονται αποδεκτά από Αυτήν, συνεπώς και από τον Υιό και Θεό της, και μάλλον αμαυρώνουν τον άνθρωπο που τα εκφράζει, όπως το λέει και ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας, μέσα από το στόμα του οποίου ομιλεί ο Παντοκράτωρ Κύριος: «Δεν θέλω τις προσευχές και τις θυσίες σας. Όταν τις προσφέρετε αποστρέφω το πρόσωπό Μου. Γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας. Μετανοήστε και καθαρίστε τις καρδιές σας από τις πονηρίες σας και τότε ελάτε να συνομιλήσουμε!»

Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει το βασικό κριτήριο για να καταλαβαίνουμε και τον εαυτό μας αλλά και πολλούς συνανθρώπους μας, οι οποίοι καπηλεύονται το όνομα του Κυρίου αλλά και της Παναγίας μας. Πολλοί βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι τους ομιλεί ο Κύριος και η Θεοτόκος, οπότε απαιτούν την υπακοή στον λόγο τους. Αλλά ο  δ ι κ ό ς  τους λόγος προβάλλεται και όχι του Θεού και της Παναγίας. Το παράδειγμα που μας υπενθυμίζει ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης από τη ζωή του Γέροντά του μεγάλου οσίου Σιλουανού του εν Άθω είναι πράγματι συγκλονιστικό. Το καταγράφουμε όπως ο ίδιος το είπε:

«Ένας μοναχός που ζούσε περίπου σαράντα χρόνια στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έρχεται στον Σιλουανό και του διηγείται ότι είχε μία ευλογημένη επίσκεψη από την Παναγία. Ο Γέροντας του είπε:

- Πάτερ μου, αυτό είναι αδύνατον.

- Γιατί;

- Διότι η Παναγία ήταν πολύ υπάκουη στη θέληση του Θεού, ενώ εσείς δεν κάνετε υπακοή. Αφού υπάρχει αυτή η διαφορά, δεν είναι δυνατόν να έχετε δει την Αγία Παρθένο» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Α΄, σελ. 242).

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΑΠΛΩΜΕΝΕΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

ΟΙ ΑΠΛΩΜΕΝΕΣ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

«Σταυρῷ παλάμας ἐξεπέτασας, τῆς ταθείσης πάλαι χειρός τοῦ Ἀδάμ, πρός τό τῆς γνώσεως φυτόν, ἀναιρῶν τό ἁμάρτημα, διά σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, Λόγε Θεοῦ ὑπεράγαθε» (ὠδή γ΄Τριωδίου).

(Υπεράγαθε Λόγε Θεού, άπλωσες τις παλάμες Σου στον Σταυρό, διαγράφοντας έτσι το αμάρτημα του Αδάμ, όταν παλιά στον Παράδεισο άπλωσε εκείνος το χέρι στο δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού. Διότι είσαι γεμάτος αγάπη για εμάς).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αναφέρεται στη λυτρωτική θυσία του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. Όλη η ζωή του Κυρίου βεβαίως ήταν ένα Πάθος, όμως η αποκορύφωση ήλθε όταν «ἑκουσίᾳ βουλῇ» ανέβηκε στον Σταυρό. Ο Σταυρός περικλείει το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, διότι εκεί ο Κύριος «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον». Στον Σταυρό δηλαδή ο πιστός με τη χάρη του Θεού δεν βλέπει έναν άνθρωπο που πάσχει, αλλά τον Θεό που πάσχει εν σαρκί σηκώνοντας την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου, συνεπώς καταργώντας και καταπατώντας τον διάβολο και τον θάνατο. Ο Χριστός είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κατά τη Γραφή, που θα πει ότι μετά τον Σταυρό δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη – ο κάθε άνθρωπος αν μετανοήσει γίνεται μέτοχος, διά της πίστεως και της ενώσεώς του με τον Χριστό, της Βασιλείας του Θεού, αναπνέοντας πια τον αληθινό αέρα της ελευθερίας και της ζωής.

Κι ο άγιος υμνογράφος, αποκαλύπτοντας και το μέγεθος του ποιητικού του χαρίσματος, με ρωμαλέο πράγματι τρόπο προβαίνει στη σύνδεση: οι απλωμένες παλάμες του Χριστού πάνω στο Τίμιο Ξύλο, ήταν η πέραν κάθε ανθρώπινης φαντασίας απάντησή Του ως Δημιουργού στη μικρόψυχη, παράλογη και αδιανόητη ενέργεια του πρώτου δημιουργήματος: να απλώσει αυτός το χέρι σ’ αυτό που σήμαινε την ανυπακοή και την επιλογή του θανάτου του. Το απλωμένο χέρι του ανθρώπου προς αμαρτία, τα απλωμένα χέρια του Δημιουργού προς σωτηρία. Το τραύμα και η θεραπεία. Αυτή ήταν η «τιμωρία» του ανθρώπου για την τραγικότητα της παρακοής του: να τον αγκαλιάσει ο Πατέρας του, αναλαμβάνοντας ο Ίδιος τις συνέπειες του εγκλήματός του. Η εικόνα ως ποιητική σύλληψη (που επαναλαμβάνεται και αλλού, όπως κάθε φορά στην ώρα στ΄: «Ὁ ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τῷ σταυρῷ προσηλώσας τήν ἐν τῷ παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν…») είναι πράγματι μεγαλοφυής. Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ ο υμνογράφος μας, στοιχώντας στη θεολογία της Αγίας Γραφής, μας δίνει και τη θεώρηση της ιστορίας από πλευράς χριστιανικής: όλα τα γεγονότα θεωρούνται ενοποιημένα. Δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Γιατί πίσω από όλα, ως Δημιουργός, ως Προνοητής, ως Διακυβερνήτης είναι ο Τριαδικός Θεός και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Κύριος και της ιστορίας.  

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΚΑΝΕ ΤΡΟΦΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Κόρον ἁμαρτίας, ψυχή μου μίσησον τόν ὀλέθριον˙ τρύφησον τῷ κόρῳ τῆς νηστείας ἐμμελῶς˙ τάς σωτηριώδεις ἐντολάς βρῶμα ποίησον, ἀπόλαυσιν προξενούσας αἰωνίων ἀγαθῶν διά πίστεως» (Ωδή β΄ Τριωδίου).

 (Μίσησε, ψυχή μου, την πλησμονή της αμαρτίας που σε καταστρέφει. Απόλαυσε όσο μπορείς, με διαρκή φροντίδα, τη νηστεία. Κάνε τροφή σου τις εντολές του Σωτήρα Χριστού, γιατί αυτές προξενούν την απόλαυση των αιώνιων αγαθών μέσω της πίστεως).

Η πρώτη παρατήρηση του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου επιβεβαιώνεται από κάθε άνθρωπο όπου γης: ο άνθρωπος αμαρτάνει κι η αμαρτία πλημμυρίζει την ύπαρξή του χωρίς να αφήνει κανένα κενό. Κι αυτό γιατί αμαρτία σημαίνει τον εγωισμό του ανθρώπου, χαρακτηριστικό του οποίου (εγωισμού) είναι να μην αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο για τη χάρη του Θεού – το ε γ ώ  πάντοτε είναι απολύτως κατακτητικό και κυριαρχικό: εγώ και άλλος, εγώ και Θεός ή συνάνθρωπος δεν μπορούν να συνυπάρξουν˙ ο άλλος, όποιος κι αν είναι αυτός, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί ή θα πρέπει να υποταχτεί! Γι’  αυτό και ο αμετανόητα εγωιστής άνθρωπος ή διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τον συνάνθρωπό του, ή επιζητεί να Τον υποτάξει, με την έννοια να Τον έχει προς… χρήση του, να του κάνει τα θελήματά του – θεός κατ’ αυτόν είναι ο ίδιος! Κι ακόμη τραγικότερο: η αμαρτία ως εγωισμός δεν έχει όριο κορεσμού. Ενώ πλημμυρίζει μέχρι… ασφυξίας τον αμαρτάνοντα, διαρκώς και επιζητεί την περαιτέρω επέκτασή της. Θυμάται κανείς το περιστατικό με τον αββά του Γεροντικού, που βλέποντας έναν ξυλοκόπο να κάνει δεμάτι τα ξύλα που έκοβε και να μην μπορεί λόγω του όγκου του να το σηκώσει, εκείνος πρόσθετε και άλλα ξύλα! Και στην απορία του αββά τι σημαίνει αυτό, ο Κύριος του απεκάλυψε: έτσι είναι οι άνθρωποι. Ενώ αμαρτάνουν και βαραίνουν τη συνείδησή τους, αντί να μετανοήσουν για να αποβάλουν το φορτίο τους, εκείνοι συνεχίζουν την πράξη της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι προφανές: ο άνθρωπος αμαρτάνοντας καταστρέφεται, οδηγείται στον όλεθρο.

Αλλά και η δεύτερη παρατήρηση του υμνογράφου επιβεβαιώνεται, αλλά από τον πιστό άνθρωπο της Εκκλησίας, που έχει βρει τον δρόμο της μετανοίας ως επιστροφής προς τον Θεό. Πράγματι η μετάνοια ως πρό(σ)κληση της χάρης του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορεί να ανακόψει την αμαρτία. Η χάρη του Θεού που είναι πάντοτε χάρη Αγάπης προσδοκά να βρει έστω και μία μικρή ρωγμή στο εγώ του ανθρώπου, ώστε να εισέλθει το φως Της μέσα στην καρδιά του. Και τότε μπορεί να επέλθει η ανατροπή! Ενεργοποιείται το βάθος της ψυχής που νοσταλγεί τον Θεό, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού κι Εκείνον έστω και ανεπίγνωστα αναζητεί, οπότε αρχίζει να κραυγάζει προς Αυτόν και να Τον θέλει στη ζωή του. Η στροφή προς τον Θεό που είναι στην πραγματικότητα επιστροφή προς τον Δημιουργό σηματοδοτεί την οδό της μετανοίας, που ολοκληρώνεται μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Ποια σημάδια της επιστροφής αυτής υποδεικνύει ο άγιος υμνογράφος; Την επιμελή άσκηση της νηστείας, η οποία προσφέρεται στον πιστό ως η κατεξοχήν τρυφή του. «Απόλαυσε τη νηστεία, ψυχή μου», φωνάζει ο άγιος Ιωσήφ ως τύπος του πιστού, «εκεί μπορείς να επιδοθείς χωρίς όριο κορεσμού». Αλλά αμέσως συμπληρώνει: η νηστεία ως περιορισμός τροφών δεν έχει νόημα, αν δεν συνοδεύεται με την τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου. Νηστεία και τήρηση των λόγων Εκείνου οδηγούν στη σωτηρία, οδηγούν δηλαδή στη ζωντανή σχέση με τον Θεό και την από τον κόσμο τούτο απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Για να τονίσει το θεωρούμενο παράδοξο της «μυστικής» χριστιανικής ζωής: η τήρηση των εντολών του Χριστού αποτελεί φαγητό για τον άνθρωπο! «Κάνε τροφή σου τις σωτήριες εντολές» λέει. Είναι η εμπειρία του αγίου Ιωσήφ, αλλά και η εμπειρία του κάθε χριστιανού: όταν ο πιστός θέτει σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου νιώθει ότι τρέφεται, όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά! Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε. Αλλά είπαμε ότι πρόκειται περί μυστικής πραγματικότητας, που προϋποθέτει την πίστη του ανθρώπου και την ανάληψη του αγώνα για πνευματική ζωή.   

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

 

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Δεν λέμε κάτι άγνωστο όταν διαπιστώνουμε ότι η ακολουθία των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες ακολουθίες της Εκκλησίας μας για όλους τους χριστιανούς, και τους πιο συνειδητοποιημένους αλλά και τους ευρισκομένους στις παρυφές όπως λέμε αυτής. Ακόμη δηλαδή και όσοι δεν εκκλησιάζονται τακτικά νιώθουν την ανάγκη τις ημέρες των Χαιρετισμών της Παναγίας να βρεθούν στον Ναό, να ανάψουν ένα κερί, να σταθούν, αμήχανα ίσως, μπροστά στην εικόνα της, να αφήσουν κάποιο κρυφό δάκρυ να κυλίσει στην καρδιά τους για κάποιο αίτημα που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός μας, ο πιστός ορθόδοξος λαός, έστω και με τα σκαμπανεβάσματά του, χαρακτηρίζει την εβδομάδα μετά το τέλος του Ακαθίστου Ύμνου ως «βουβή» ή «κουφή» εβδομάδα. Ούτε βουβή ούτε κουφή βεβαίως είναι, γιατί οι ακολουθίες εξακολουθούν και υφίστανται στους Ναούς, όμως επειδή δεν υπάρχει η συγκεκριμένη αναφορά στην Παναγία, για αρκετούς η Εβδομάδα «δεν έχει φωνή», «δεν ακούγεται».

Και τι είναι αυτό που μαγνητίζει τόσο τους πιστούς ώστε να έλκονται και μη θέλοντας προς την Παναγία; Μα τι άλλο από το γεγονός ότι συνιστά Αυτή, η Μοναδική, τη Μάνα όλων! Μάνα είναι η Παναγία, έστω και συμβολικά για κάποιους, που θα πει μία ανοικτή και τεράστια αγκαλιά, στην οποία μπορεί να βρει καταφύγιο κάθε πονεμένη ψυχή. Και πονεμένες ψυχές είμαστε όλοι μας στον κόσμο τούτο «τον απατεώνα», που το κυριαρχικό στοιχείο του είναι η θλίψη – «κοιλάδα πένθους και δακρύων» χαρακτηρίζει η Αγία Γραφή τη γη αυτή που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να βρεθούμε. Ποιος την ώρα της θλίψης του δεν θέλει να καταφύγει στην αγκαλιά της μάνας του; Και πρώτη αγκαλιά, ανά πάσα στιγμή και ώρα, αν το θελήσουμε, είναι της Θεοτόκου.

Και πόσο βεβαιώνεται κανείς για την πραγματικότητα αυτή, όταν έχουμε τον ίδιο τον Κύριο με το αψευδές στόμα Του να το αποκαλύπτει πάνω από τον Σταυρό, καθώς απευθύνεται τόσο στη Μητέρα Του όσο και στον αγαπημένο μαθητή Του τον Ιωάννη: «Ιδού ο υιός σου» - «ιδού η μήτηρ σου». Παιδιά της Παναγίας είμαστε, κατά τον Ιησού Χριστό, Μάνα μας Εκείνη, κατά τον Ίδιο. Και η θεολογική εξήγηση μας ανοίγει τα μάτια: Αφ’ ης στιγμής βαπτιστήκαμε και γινήκαμε μέλη Χριστού, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», από εκείνη τη στιγμή και η Παναγία έγινε ουσιαστικά και χαρισματικά η μεγάλη Μάνα μας κι εμείς τα παιδιά Της.

Οπότε η έλξη προς την Παναγία είναι μεν η κατά χάριν φορά μας προς τη υπερφυή μάνα μας, στο βάθος όμως είναι η φορά μας προς τον Κύριο και Θεό μας, ο Οποίος θέλησε να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος μέσα από Εκείνην που την κατέστησε μητέρα Του. Χριστός και Παναγία συν-θεωρούνται πάντοτε κατά την πίστη μας, σε βαθμό που η στάση μας απέναντί Της συνιστά όρο και δόγμα της πίστεως αυτής. Όταν η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει την Παναγία ως «Πλατυτέρα των Ουρανών» είναι ακριβώς διότι έφερε και φέρει έκτοτε στην ύπαρξή της τον Ποιητή Ουρανού και γης, κρατούσε κατά κυριολεξίαν Εκείνον που κρατάει τα σύμπαντα στα χέρια Του – «ου φέρει το μυστήριον έρευναν»!

Σπεύδουμε λοιπόν να «χαιρετίσουμε» και να αγκαλιάσουμε την Παναγία, γιατί σπεύδουμε να βρεθούμε στην αγκαλιά του Δημιουργού μας, να σταθούμε εκεί που αποτελεί το φυσικό κέντρο μας - Εκείνον αναζητούμε χωρίς επίγνωση κάποιες φορές, και μαζί μ’ Εκείνον όλο τον Τριαδικό Θεό μας. Και δεν γίνεται αλλιώς: Η πνοή Εκείνου μας κατέστησε έμψυχες εικόνες Του, κατ’ εικόνα Χριστού δημιουργηθήκαμε, οπότε όντως το πιο φυσιολογικό για τον άνθρωπο είναι να συναντήσει τον Θεό Χριστό του κι εκεί να αναπαυτεί. Όπως αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος «ανήσυχη είναι, Κύριε, η ψυχή μας, μέχρις ότου βρει Εσένα και αναπαυτεί σ’ Εσένα». Μέχρι να συμβεί όμως τούτο οι άνθρωποι θα ταλαιπωρούμαστε, δεν θα νιώθουμε καλά, θα μας δίνουν όλα τα επίγεια και θα αποστρέφουμε το πρόσωπό μας, γιατί θα είναι πολύ λίγα μπροστά στη δίψα μας για το Απόλυτο.

Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας μας ως μαγνήτης των ψυχών μας τελικώς αυτό αποκαλύπτουν: το ποιο είναι το φυσικό κέντρο μας, όπως το βλέπουμε και στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα. Εκείνη στο δυνατό απόλυτο για τον άνθρωπο έζησε και ζει την παρουσία Του στην ύπαρξή της, αλλά με την υπενθύμιση και της προϋποθέσεως που υφίσταται: της προσκλίσεως της θελήσεώς της στο θέλημα Κυρίου και Θεού της. Που σημαίνει: όσο και εμείς θα επιλέγουμε την υπακοή στο άγιο θέλημα του Θεού μας, τόσο θα Τον βλέπουμε να σαρκώνεται και σ’ εμάς, τόσο δηλαδή θα γινόμαστε κι εμείς «μικρές Παναγίες» που θα έλκονται για τον λόγο αυτόν προς τη Μεγάλη Παναγιά.