Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ



῾῎Ηκουσαν οἱ ποιμένες τῶν ἀγγέλων ὑμνούντων τήν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καί δραμόντες ὡς πρός ποιμένα θεωροῦσιν τοῦτον ὡς ἁμνόν ἄμωμον, ἐν τῇ σαρκί Μαρίας βοσκηθέντα.

(Οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ ἄκουσαν τούς ἀγγέλους νά ὑμνολογοῦν τήν ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀφοῦ ἔτρεξαν γιά νά δοῦν ποιμένα βλέπουν αὐτόν σάν ἁγνό ἀρνάκι πού βοσκήθηκε στήν σάρκα τῆς Μαρίας).

῎Αν ἡ πρώτη στάση τῶν Χαιρετισμῶν ἔχει ὡς περιεχόμενο τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, ἡ δεύτερη ἔχει τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί τά γεγονότα πού συνδέονται μέ αὐτήν: τήν ἔλευση στήν φάτνη τῶν ποιμένων τῆς Βηθλεέμ, τήν προσκύνηση τῶν Μάγων, τήν φυγή στήν Αἴγυπτο.  ῾Η κλήση μάλιστα τῶν ποιμένων ἀπό τόν Κύριο προκειμένου αὐτοί νά γίνουν οἱ πρῶτοι θεατές καί προσκυνητές τῆς ἐνανθρώπησής Του εἶναι ἐκεῖνο πού προκαλεῖ τόν θαυμασμό τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου, ὁ ὁποῖος μετατιθέμενος στήν θέση τῶν ἁπλῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ἀποπειρᾶται νά μᾶς κάνει μετόχους τῶν προφανῶς δοξολογικῶν συναισθημάτων τους μπροστά στό ὑπερφυσικό θέαμα: νά βλέπουν τόν Θεό ὡς μικρό παιδάκι μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς Μητέρας Του, ὅπως ἕνα μικρό ἀρνάκι δίπλα στήν ἀμνάδα μάνα του.

1. Γιατί χαρακτηρίζουμε κλήση ἀπό τόν Κύριο τήν θαυμαστή ἐμπειρία πού ἔζησαν τότε μέ τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ; Διότι κ α ί  ἡ ὅραση καί ἡ ἀκοή ἀγγέλων πού δοξολογοῦσαν τόν Κύριο καί τούς μηνοῦσαν νά πᾶνε στήν Βηθλεέμ γιά νά προσκυνήσουν τόν τεχθέντα Σωτήρα τοῦ κόσμου, κ α ί  ἡ διαπίστωση ἔπειτα ὅτι πρόκειται πράγματι περί τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ γίνονται μέ τήν χάρη ᾽Εκείνου: ὁ Θεός διανοίγει τίς πνευματικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν σχέση του μέ τόν ῎Ιδιο,  κάτι πού συνιστᾶ καί τήν χαρισματική θεωρούμενη ὥρα τῆς κλήσεως τοῦ ἀνθρώπου  πρός σωτηρία. ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με - ὅπως βεβαίωσε ἄλλωστε ἀργότερα ὁ Κύριος - ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Οἱ ποιμένες λοιπόν καλοῦνται νά προσεγγίσουν τό μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ. Γίνονται οἱ πρῶτοι αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου.
Καί τί βλέπουν; ᾽Ενῶ τρέχουν γιά νά δοῦν τόν ποιμένα, τόν ἀρχηγό, τόν Θεό Σωτήρα - ὅ,τι θαυμαστό καί μεγαλειῶδες ἔφερνε στήν σκέψη ἡ φαντασία τους -  βλέπουν μία Μάνα νά κρατᾶ ἕνα βρέφος. ᾽Αντί τοῦ ποιμένα τό ἄκακο ἀρνάκι, μᾶλλον τόν ποιμένα ὡς ἄκακο ἀρνάκι, κι αὐτό μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς Μάνας του. ῾Η ἀνατροπή τῶν προσδοκιῶν καί τῶν δικῶν τους δεδομένων φαίνεται νά εἶναι ὁλοκληρωτική. ῾Ο Θεός τούς καθιστᾶ μετόχους τῆς ἄλλης λογικῆς μέ τήν ὁποία δρᾶ καί ἐνεργεῖ. ῎Οχι αὐτό πού ἐκεῖνοι νομίζουν, ἀλλά αὐτό πού ἡ παντοδύναμη ἐνέργειά Του ἐπιλέγει: τήν ταπείνωση ὡς ὁδό γιά τόν ἀλαζόνα καί ματαιόφρονα τοῦτο κόσμο. ῾῾Η ταπείνωσίς ἐστιν ἡ στολή τῆς Θεότητος᾽ (ἀββάς ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος).
῾Η στάση τους εἶναι μονόδρομος: ἡ δοξολογική ἀναφορά σ᾽ ᾽Εκεῖνον καί στήν Παναγία Μητέρα Του. ῾Ο ὑμνογράφος καταγράφει τό αὐτονόητο γι᾽ αὐτήν τήν περίπτωση: ὅ,τι προβληματισμό εἶχε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἐρχόμενος στήν Μαριάμ στήν πόλη τῆς Ναζαρέτ πού τόν ὁδήγησε νά ἀπευθυνθεῖ σ᾽ αὐτήν μέ τό ῾χαῖρε᾽, (βλ. π.χ. δοξαστικό ἑσπερινοῦ ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ: ῾᾽Απεστάλη ἐξ οὐρανοῦ Γαβριήλ ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσασθαι τῇ Παρθένῳ τήν σύλληψιν· καί ἐλθών εἰς Ναζαρέτ, ἐλογίζετο ἐν ἑαυτῷ τό θαῦμα ἐκπληττόμενος· ὅτι, Πῶς ὁ ἐν ὑψίστοις ἀκατάληπτος ὤν, ἐκ παρθένου τίκτεται!...Τί οὖν ἵσταμαι, καί οὐ λέγω τῇ Κόρῃ; Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά Σοῦ...᾽), τό ἴδιο γίνεται καί μέ τούς ποιμένες: ῾...ἥν ὑμνοῦντες εἶπον: Χαῖρε...᾽

2. Οἱ ποιμένες συνιστοῦν τύπο γιά τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Στό πρόσωπό τους καί στήν κλήση τους βλέπουμε αὐτό τό ὁποῖο διαδραματίζεται σέ κάθε ἐποχή προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά συναντήσει τόν Σωτήρα Χριστό. Τί ἐννοοῦμε;
Πέραν τῶν μή χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι ὄντως γιά νά πλησιάσουν τόν Κύριο ἀπαιτεῖται νά δεχθοῦν σάν τούς ποιμένες ἔξωθεν κλήση ἀπό τόν Θεό, καί οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί γιά νά εἶναι ἐν ἐπιγνώσει χριστιανοί ἀπαιτεῖται νά νιώσουν τήν ἐκ τῶν ἔσω, ἀπό τήν καρδιά τους, ἐνέργεια τῆς χάρης ᾽Εκείνου. Μπορεῖ ὁ χριστιανός δηλαδή ὡς βαπτισμένος νά ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ἄν δέν ἔχει ἀνοικτούς ὅμως τούς πνευματικούς ὀφθαλμούς του καί τίς λοιπές αἰσθήσεις του, ἡ χάρη αὐτή θά παραμένει ἐσαεί μέσα του κρυμμένη. Καί οἱ χριστιανοί λοιπόν χρειαζόμαστε τήν νύξη τοῦ Θεοῦ γιά νά δοῦμε αὐτό πού εἶναι πρό ὀφθαλμῶν μας ἀλλά δέν τό βλέπουμε.
῎Επειτα. ῞Οπως οἱ ποιμένες ἐρχόμενοι νά δοῦν τόν Σωτήρα συναντοῦν τήν Μάνα Παναγία νά κρατᾶ τό βρέφος Κύριο, ἔτσι καί ὁ κάθε ἄνθρωπος: στήν πορεία του νά συναντήσει τόν Χριστό θά βλέπει ὅτι συναντᾶ τήν Μάνα Παναγία, στό πρόσωπο ὅμως τῆς ᾽Εκκλησίας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἐπιμένουν ἀδιάκοπα στήν προβολή τῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τύπο τῆς ᾽Εκκλησίας. Καί τοῦτο γιατί ὅπως ἐκείνη γέννησε τόν Χριστό, ἔτσι καί ἡ Μάνα ᾽Εκκλησία, σάν ἄλλη Παναγία, γεννᾶ Αὐτόν στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, μέσα ἀπό τήν κοιλιά της τήν ἁγία κολυμβήθρα. Συνεπῶς ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπό τό ζωντανό σῶμα Του τήν ᾽Εκκλησία δέν ὑπάρχει.  ῾Ο ἱδρυτής τῆς ᾽Εκκλησίας, Αὐτός πού διακρατεῖ τά πάντα στά χέρια Του, ἀρέσκεται νά προσφέρεται ἐκεῖ πού θά πραγματοποιεῖται ἡ σύναξη τῶν πιστῶν Του στό ὄνομά Του. ῾Οὗ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν᾽.
Καί βεβαίως τό σημαντικότερο. ῎Αν οἱ ποιμένες γίνονται μέτοχοι τῆς ἄλλης λογικῆς μέ τήν ὁποία δρᾶ ὁ Θεός στόν κόσμο, τό ἴδιο ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταται μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος. Δηλαδή ἡ θέα τοῦ Χριστοῦ, ἡ εὕρεσή Του δέν θά γίνεται μέ τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. ᾽Εκεῖ πού θά σπεύδει κανείς νά βρεῖ τόν παντοδύναμο Κύριο, ἐκεῖ θά βλέπει αὐτό πού ἀνθρωπίνως φαίνεται κοινό ἤ ἀδύνατο: τόν Χριστό στό ψωμί καί τό κρασί τῆς θείας Εὐχαριστίας, στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου καί μάλιστα τοῦ ἐλαχίστου, στό πρόσωπο τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ.  ῾Η πρόκληση τοῦ Θεοῦ γιά ὑπέρβαση τῶν ἀνθρωπίνων δεδομένων ὑφίσταται πάντοτε. ῾Η πίστη θά εἶναι ἡ μόνιμη προϋπόθεση ὅρασής Του.

3. Τί ἦταν ἐκεῖνο ὅμως πού ῾εἶχαν᾽ οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ καί δέν τό εἶχαν ἴσως ἄλλοι τῆς ἐποχῆς τους, γιά νά γίνουν οἱ πρῶτοι θεατές τοῦ ὑπέρ φύσιν γεγονότος τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ; ῎Οχι βέβαια κάποια ἀναμαρτησία – διότι ῾πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ᾽ - ἀλλά τήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς τους. Οἱ ποιμένες προφανῶς δέν εἶχαν πωρωθῆ καί σκληρυνθῆ ἐσωτερικά μέ τήν πονηρία. Μπορεῖ νά ἦσαν ὑπό τό καθεστώς τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά διατηροῦσαν κάποια καλά ἀποθέματα ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Εἶχαν δηλαδή καλή διάθεση. Κι αὐτό τελικῶς φαίνεται νά εἶναι ἐκεῖνο πού ἑλκύει τόν Θεό γιά νά παράσχει τήν χάρη Του στό λογικό αὐτό πλάσμα του. ῞Οπου μέ ἄλλα λόγια ἔχουμε καλή διάθεση, ἄς ὑπάρχει καί ἀπιστία καί ἁμαρτία, ἐκεῖ δέν θά ἀργήσει νά φανεῖ ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἄλλη Μάνα Παναγία, ὅπως εἴπαμε, (ὅταν πρόκειται γιά ἀβαπτίστους), ἤ τήν ὀρθή ἔνταξη σ᾽ αὐτήν, (ὅταν πρόκειται γιά βαπτισμένους  ἀλλά χωρίς ἐπίγνωση).
᾽Εκεῖνο πάντως πού θά ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση σέ κάθε περίπτωση ὅτι κινούμαστε σωστά καί ὅτι βρήκαμε τόν ἀεί ζητούμενο Χριστό θά εἶναι καί ἡ δική μας στάση δοξολογίας ἀπέναντι σ᾽ Αὐτόν καί τήν Παναγία Μητέρα Του, ὅπως συνέβη καί μέ τούς ποιμένες.  ῞Οσο τά ῾χαῖρε᾽ δέν θά λείπουν ἀπό τήν δική μας καρδιά καί τό στόμα μας μποροῦμε νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ καί σέ ἐμᾶς, ὅτι δηλαδή εἴμαστε μέσα στό φῶς τῆς θέας Του.