Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ (Γιά μία καλύτερη σχέση μεταξύ τους)



(1) Ὅ,τι ἰσχύει γιά τόν διάλογο μεταξύ τῶν συζύγων ἰσχύει σέ μεγάλο βαθμό καί στή σχέση τῶν γονέων μέ τά παιδιά τους, ἰδιαιτέρως ὅταν τά παιδιά εἶναι ἔφηβοι. Ὁ διάλογος μέ τά παιδιά δείχνει ὅτι ὁ γονιός τά λαμβάνει σοβαρῶς ὑπόψη καί τά θεωρεῖ κατά ὀργανικό τρόπο ἐνταγμένα μέσα στήν οἰκογένεια. Τά παιδιά σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση νιώθουν ἀσφάλεια καί ἀνεβάζουν τήν αὐτοεκτίμησή τους, γεγονός πού τά ὁδηγεῖ σέ μιά συναισθηματική ἰσορροπία καί στή σταδιακή κατά φυσιολογικό τρόπο ὡρίμανσή τους. ᾽Αντιθέτως: ἡ ἄρνηση τοῦ γονιοῦ νά διαλεχτεῖ μέ τό παιδί του, ἐκτός ἀπό τό ὅτι φανερώνει τήν ψυχολογική δική του ἐμπλοκή - διότι δείχνει άδυναμία ἐμπιστοσύνης καί ὑπεροπτική συμπεριφορά - ὁδηγεῖ καί τό παιδί σέ μειονεξία καί ἴσως καί σέ ἐπιθετική συμπεριφορά. “Oἱ γονεῖς μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν” λέει ὁ ἀπόστολος.  Δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό πού ἔχει ὀρθῶς εἰπωθεῖ ὅτι “τό παιδί ἀποτελεῖ τόν καθρέφτη τοῦ σπιτιοῦ του”. Μιά προβληματική, ἀντικοινωνική δηλαδή συμπεριφορά ἑνός παιδιοῦ κι ἑνός νέου, τίς περισσότερες φορές ἔχει τήν αἰτία του σέ μιά μή ὀρθή ἐπικοινωνιακή σχέση τῶν γονιῶν του πρός αὐτά. Γι᾽ αὐτό καί δέν θά πρέπει νά σπεύδουμε οἱ μεγαλύτεροι νά  ρίχνουμε τό “ἀνάθεμα” στούς νέους, ὅταν τούς βλέπουμε ἐπαναστατημένους καί ἐπιθετικούς. Θά πρέπει μᾶλλον νά τούς βλέπουμε μέ συγκατάβαση καί μέ προσευχητική διάθεση, προκειμένου νά τούς βοηθήσουμε καί νά μή τούς δώσουμε ἴσως τή χαριστική βολή.  
 Εἶναι ἑπομένως δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ νά δέχεται τήν ἀγάπη τῶν γονιῶν του, ἐκφρασμένη καί μέ τή διάθεσή τους γιά διάλογο πρός αὐτό.  Ἡ ἐν ἀγάπῃ ἀποδοχή τοῦ παιδιοῦ, ἡ διάθεση τοῦ γονιοῦ νά προσέξει τό παιδί του, νά τό ἀκούσει καί νά τό ἀφουγκραστεῖ ἀκόμη, κάνει τό παιδί, ὅπως εἴπαμε, νά ὡριμάζει φυσιολογικά καί νά ἑτοιμάζεται νά γίνει μέλος τῆς κοινωνίας μέ θετικό ρόλο σ᾽ αὐτήν. Μέ συγκίνηση ἄκουσα πρό καιροῦ ἕνα νέο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε συνήθως τήν ἐπιθετική συμπεριφορά τοῦ πατέρα του πρός αὐτόν καί τή μόνιμη ἄρνησή τοῦ πατέρα  νά τόν ἀποδεχτεῖ, νά μοῦ λέει ὅτι ἐκεῖνο πού τόν ὁδήγησε στήν ᾽Εκκλησία σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν  ἦταν ὅταν ἕνας κληρικός τοῦ χάϊδεψε μιά ἡμέρα πού εἶχε πάει στό ναό  τό κεφάλι, ρωτώντας μέ πατρικό ἐνδιαφέρον τό ὄνομά του καί τί κάνει. ῎Ενιωσε, μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε, ὅτι μιά θεϊκή ἡλιαχτίδα ἦλθε ἐπάνω του πού  τοῦ ἄνοιξε κυριολεκτικά τήν καρδιά. Τό παιδί ἔκτοτε, ἄνδρας σήμερα, δέν ἔφυγε ἀπό τήν ᾽Εκκλησία. ῞Ενα χάδι στό κεφάλι, ἕνας πατρικός λόγος. 

(2) Ὁ διάλογος δέν ἀρκεῖ ὅμως, ἄν δέν συνοδεύεται μέ τό προσωπικό καλό παράδειγμα τοῦ γονιοῦ. Τό παιδί, ἔστω καί πολύ μικρό ἀκόμη, ἔχει τεντωμένες, ὅπως λέμε, τίς κεραῖες του, γιά νά συλλάβει ὁτιδήποτε συνιστᾶ ἀντίφαση μεταξύ λόγων καί ἔργων τοῦ γονιοῦ. ῎Αν ἡ διάθεση τοῦ γονιοῦ γιά διάλογο δέν ἔχει κίνητρο τήν πραγματική ἀγάπη τοῦ γονιοῦ καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τό παιδί του, τότε τό παιδί ἀμέσως θά καταλάβει τήν ὑποκρισία καί θά ἀπορρίψει τόν ὅποιο διάλογο. Διότι θά νιώσει ὅτι ἀκόμη καί διάλογος ἄν γίνεται, εἶναι μιά ἁπλή παιδαγωγική μέθοδος πού χρησιμοποιεῖ ἴσως ὁ πιό ἐνημερωμένος γονιός, ἀλλά δέν τρέφει τή δική του καρδιά. Τό θέμα μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι ἁπλῶς νά ὑπάρχει διάλογος, ἀλλά τό γιατί γίνεται αὐτός καί μέ τί διάθεση. Εἶναι ἴσως αὐτό πού λέγεται γιά τήν ἐπικοινωνία:  δέν εἶναι μόνον ἡ λεκτική μορφή της, ἀλλά κυρίως ἡ ἐξωλεκτική: ὅ,τι ἐκφράζει τήν ὅλη συμπεριφορά τοῦ γονιοῦ πρός τό παιδί, αὐτό πού σχετίζεται πρωτίστως μέ τό συναισθηματικό κόσμο. 

(3) Καί βεβαίως ἐκεῖνο πού κατεξοχήν βοηθάει τήν ἐπικοινωνία τοῦ γονιοῦ πρός τά παιδιά εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τῆς προσευχῆς. Γονιός πού προσεύχεται γιά τό παιδί του εἶναι σά νά τό περιβάλλει μέ μιά θεία σκέπη, πού γαληνεύει καί εἰρηνεύει τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ. Ὅ,τι δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει ὁ γονιός στή σχέση του μέ τό παιδί του, τό ἐπιτυγχάνει ὁ Θεός μέσω τῆς προσευχῆς τοῦ γονιοῦ. Οἱ ἅγιοί μας διαρκῶς προέτρεπαν τούς γονεῖς νά προσεύχονται πρωτίστως γιά χάρη τῶν παιδιῶν τους. ῎Αν τό “εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε” ἰσχύει γιά ὅλους, πολλῷ μᾶλλον γιά τούς γονεῖς ὑπέρ τῶν παιδιῶν τους. Ὅλοι θυμόμαστε αὐτό πού τόνιζε κατεξοχήν ὁ γέροντας Παΐσιος:  “Ὁ λόγος τῶν γονιῶν στά παιδιά πηγαίνει στά αὐτιά. Ὁ λόγος τῶν γονιῶν στόν Θεό γιά τά παιδιά πηγαίνει στήν καρδιά”. Κι εἶναι εὐνόητο: παίρνει ἀφορμή ὁ Θεός μας τήν ἀγάπη τοῦ γονιοῦ γιά νά προσφέρει τή χάρη Του στά παιδιά. Θά θυμηθοῦμε καί πάλι τόν λόγο τοῦ γέροντα Πορφυρίου: “ὅταν τό παιδί βλέπει τό γονιό του νά στρέφεται μέ περισσό ἐνδιαφέρον στό ἴδιο, κάτι παθαίνει καί ἀντιδρᾶ. Γι᾽ αὐτό νά στέλνετε τήν ἀγάπη σας σ᾽ ἐκεῖνο ἔμμεσα:  μέσω τῆς προσευχῆς σας στόν Θεό. Τότε θά εἰσπράττει τήν ἀγάπη σας ὡς ἁπαλό χάδι στήν ψυχή του”. Πότε ἀποκαταστάθηκε ἡ ἐπικοινωνία τῆς ἁγίας Μόνικας πρός τόν ἐπαναστατημένο καί ἀπορριπτικά πρός αὐτήν τοποθετημένο γιό της Αὐγουστίνο; Ὅταν ἐκείνη σταμάτησε νά τοῦ μιλάει καί “ἔλιωσε” γονατιστή στήν προσευχή. Κι ἔγινε ὁ γιός της ὁ ἅγιος καί ἱερός Αὐγουστίνος. 

(4) Τόν πιό καταλυτικό ρόλο ὅμως στήν ἐπικοινωνία  γονιοῦ καί παιδιοῦ τόν ἔχει ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ παιδιοῦ. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας γονιός, τά πάντα νά προσφέρει στό παιδί του, ἰδίως - καί πάλι τονίζουμε - τόν ἔφηβο, ἄν νιώσει τό παιδί ὅτι δέν σέβεται τήν ἐλευθερία του, τότε ματαίως κοπιᾶ καί παλεύει. Κι ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ Θεός προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο δῶρο, τήν ἐλευθερία. Γιά μιά ἀκόμη φορά θά ἐπικαλεστοῦμε  τόν γέροντα Πορφύριο: “Πρέπει νά καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι - ἔλεγε ὁ γέροντας - ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας”. Γι᾽ αὐτό καί ὁτιδήποτε καταστρατηγεῖ αὐτήν τήν ἐλευθερία διαστρέφει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς κάλεσε ἐλεύθερα νά Τόν ἀκολουθοῦμε γιά τή σωτηρία μας, δέν ὑπάρχει. “Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν” εἶπε. Παρ᾽ὅλη τήν παγγνωσία Του ὅτι μιά πορεία δική μας μακριά Του εἶναι ἡ καταστροφή μας, παρ᾽ὅλη τήν παναγαθότητά Του πού Τόν κάνει, ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας, νά “καίγεται” ἡ καρδιά Του ἀπό τήν ἄρνησή μας νά Τόν ἀκοῦμε, ὅμως δέν μᾶς ἐκβιάζει. Ζητάει πάντοτε τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή μας. ῎Ετσι λοιπόν καί μέ τά παιδιά μας: τυχόν δική μας ἐμμονή νά ἐκβιάσουμε τή θέλησή τους, ἔστω καί γιά τό καλό τους, δέν θά τά ὠφελήσει. Κι ἐμεῖς θά ἀπογοητευτοῦμε κι ἐκεῖνα θά ἀντιδράσουν. 
Βεβαίως, μιλώντας γιά σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῶν παιδιῶν δέν ἐννοοῦμε τήν ἄρνησή μας νά τά καθοδηγοῦμε  καί νά ἀσκοῦμε ἀγωγή ἐπάνω τους. Κι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἰδίως στά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔρχεται προβληματική στόν κόσμο τοῦτο, τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία. Μόνον ἕνας κόσμος ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἁμαρτία δέν θά εἶχε ἀνάγκη ἐπέμβασης διά τῆς ἀγωγῆς, κάτι πού δέν ἔλαβαν σοβαρά ὑπόψη τους διάφοροι φιλόσοφοι καί παιδαγωγοί τῶν νεώτερων χρόνων. ᾽Αλλά ἡ ἐπέμβαση αὐτή καί ἡ ἀγωγή πρέπει νά γίνεται διακριτικά, μέ ἀγάπη καί μέ ὑπομονή. ῎Ετσι οὔτε ἡ ὑπερβολή τῆς προστασίας μας ἀλλά καί οὔτε καί ἡ ἀδιαφορία μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν. Μεταξύ πάντοτε τῶν δύο ἀκροτήτων, τοῦ ὑπερπροστατευτισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας, ὑπάρχει πάντοτε καί ὁ ἴσιος δρόμος τῆς πίστεως: ἡ διακριτική ἐν ἀγάπῃ ἐπέμβαση. Κι αὐτή ὅπως εἴπαμε, ὅσο τά παιδιά εἶναι ἀκόμη μικρά. Στήν τυχόν ἔνστασή μας, τί κάνουμε ὅταν τά παιδιά μεγαλώσουν; ἡ ἀπάντηση εἶναι: ριχνόμαστε στήν προσευχή ὑπέρ αὐτῶν. ῾Ἁφῆστε καί κανένα κατσαβίδι γιά τόν Χριστό᾽᾽, ἔλεγε χαριτολογώντας ὁ γέρων Παΐσιος σέ πανικόβλητους γονεῖς πού ἔβλεπαν τά παιδιά τους νά ἀντιδροῦν πρός τήν πίστη. "Δέν θά τά λύσουμε ἐμεῖς ὅλα τά θέματά τους". Καί: "οἱ γονεῖς εἶναι κυρίως ὑπεύθυνοι ὅσο τά παιδιά εἶναι μικρά. ᾽Αφότου μπαίνουν στήν ἐφηβεία, χωρίς βεβαίως νά ἀδιαφορεῖ ὁ γονιός, ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός καί ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ παιδιοῦ"