Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων, ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».
Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων. «Ανοίγονται τοις αθλοφόροις Μάρτυσιν αι πύλαι αι ουράνιαι, ευλαβούμεναι το πάθος το σεπτόν, το τη εκτιμήσει του Θεού ημών, χαριτωθέν, και φυγαδεύον δαιμόνων φάλαγγας». Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους. «Νομίμως θεράποντες Χριστού αθλήσαι προελόμενοι, την φθειρομένην δόξαν και ρέουσαν, και κόσμον πάντα και κοσμοκράτορα, λογισμώ θεόφρονι, αθλοφόροι Μάρτυρες, εβδελύξασθε πόθω του κτίσαντος».
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Δαυιτικώς ανεβόων Σέργιος και Βάκχος οι μάρτυρες∙ Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’  ή το κατοικείν Αδελφούς επί το αυτό; Ου δεσμούμενοι φύσεως σχέσει, αλλά πίστεως τρόπω». Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη. Κι αλλού: «Ους γαρ η φύσις σαρκικούς αδελφούς ουκ εγνώρισε, τούτους η πίστις αδελφά φρονείν μέχρις αίματος κατηνάγκασεν». Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο. Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τους έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος».
Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.
Η ενότητα αυτή της με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος πίστης στον Χριστό έχει κατεξοχήν επικαιρότητα στις ημέρες μας. Διότι η κρίση που βιώνει η πατρίδα μας, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος ασφαλώς, ιδίως όμως η πατρίδα μας, δεν νομίζουμε ότι μπορεί να ξεπεραστεί, αν δεν λειτουργήσει η μεταξύ μας σύμπνοια και αγάπη. Αν υπάρξει αγάπη, θα δούμε το έλλειμμα του ενός να αναπληρώνεται από το περίσσευμα του άλλου. Ποτέ άλλωστε εκεί που λειτούργησε η αλληλεγγύη, δεν παρουσιάστηκαν οξυμμένα προβλήματα. Κι αν αυτό είναι αλήθεια, τότε η λύση στην Ελλαδική κοινωνία είναι μονόδρομος: η προβολή της εκκλησιαστικής κοινότητας, η Ενορία ως σύναξη και αγαπητική σχέση των πιστών να πάρει την ορθή της θέση. Αν αρχίζουμε και ζούμε σωστά την εκκλησιαστική ζωή οι πιστοί, δηλαδή με αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, πολύ γρήγορα, ή σχετικά γρήγορα και ανώδυνα, θα ορθοποδήσουμε. Γιατί τότε θα δούμε αισθητά και ορατά την επέμβαση και του ίδιου του Θεού μας. Τι συμβαίνει όμως συνήθως; Πολλοί, ή έστω κάποιοι, αλλά με δύναμη στον πολύ λαό, κτυπούν και περιθωριοποιούν τη μόνη δύναμη ενότητας της κοινωνίας μας, την Εκκλησία. Πού αλλού όμως μπορεί κανείς να βρει τη δύναμη να ζήσει με αγάπη; Ποιος άλλος εκτός από τον Χριστό που ζει η Εκκλησία μπορεί να παράσχει αυτήν την αγάπη; Έχουμε την εντύπωση ότι μέσα στις δυσκολίες της κρίσης και τα αδιέξοδα που αυτή δημιουργεί, μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας, κατά το κοινώς λεγόμενο. Ελπίζουμε ότι κάποιοι τουλάχιστον από εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς θα καταλάβουμε την πραγματικότητα και θα στραφούμε εν μετανοία στον μόνο δυνάμενο να σώζει, τον Χριστό, που σημαίνει στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Αρκεί να μη κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε τον Χριστό και την Εκκλησία με κάποιους κληρικούς, που ίσως λειτουργούμε στον κόσμο κατά τρόπο ανάξιο και άπιστο.