Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Κύρια σημεία ομιλίας στον Κατανυκτικό Εσπερινό της Τυρινής (της Συγγνώμης),στον Ι. Ν. της Αγίας Παρασκευής Ηλιουπόλεως

Α. Στο κατώφλι της Μ. Σαρακοστής, μετά το εισαγωγικό μέρος της – τις τρεις εβδομάδες προετοιμασίας: Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής – η Εκκλησία μάς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Προσέξτε μην κρατήσετε καμία κακία μέσα σας˙ η συγγνώμη ενώπιον Θεού και ανθρώπων είναι εκείνο που φωτίζει την αληθινή οδό - Εσπερινός της Συγγνώμης δεν ονομάζεται αυτό που μόλις ζήσαμε με την παρουσία μας στην προηγηθείσα ακολουθία; Που θα πει: ό,τι κι αν κάνουμε: νηστείες, αγρυπνίες, χαμαικοιτίες ίσως, ελεημοσύνες ακόμη, αν δεν οδηγούν στην ανεξικακία ή δεν προϋποθέτουν την ανεξικακία, συνεπώς την αγάπη, δεν κάνουμε τίποτε! Εδώ ο απόστολος Παύλος θα πει στον ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13 κεφ.): «Κι αν δώσω όλα μου τα υπάρχοντα ελεημοσύνη, κι αν ακόμη παραδώσω το σώμα μου για να καεί χάριν της πίστεώς μου, αν δεν έχω αγάπη δεν ωφελούμαι σε τίποτε». Και βεβαίως λέει τον θεωρούμενο «ακραίο» αυτόν λόγο ο απόστολος, διότι ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε ακραία και απόλυτα: «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών εκ των καρδιών υμών, και ο Πατήρ υμών ο Ουράνιος αφήσει υμίν τα παραπτώματα υμών. Εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών»! Κι ακόμη περισσότερο ο Ίδιος στην κατεξοχήν προσευχή που μας άφησε, την πιο σπουδαία και καίρια, εξ ου και Κυριακή προσευχή ονομάζεται, μας έμαθε να λέμε: «Πάτερ ημών,… άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…». Συγχώρεσέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε αυτούς που μας βλάπτουν και μας αδικούν – και δεν μνημονεύουμε το συγκλονιστικό παράδειγμά Του πάνω στον Σταυρό, όπου «αίρων την αμαρτίαν» όλων των ανθρώπων προσεύχεται στον Θεό Πατέρα να μας συγχωρήσει δικαιολογώντας μας λόγω της άγνοιάς μας! «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και μόνες οι αναφορές αυτές θα έφταναν να τελειώσουμε εδώ την όποια ομιλία μας.   

Όμως, θα συνεχίσουμε, για να εξετάσουμε με οδηγό τον άγιο της Σαρακοστής Ιωάννη της Κλίμακος, (που έχει ξεχωριστό λόγο για τη μνησικακία στο γνωστότατο βιβλίο του «Κλίμαξ», εξ ου και ως Κλίμακος προσδιορίζεται), διάφορες διαστάσεις του πάθους αυτού, της μνησικακίας, που συνιστά κατά τον ίδιο «δηλητήριο της ψυχής». Και ως δηλητήριο ακυρώνει γι’ αυτό οποιαδήποτε πιθανή καλή ενέργειά μας, δηλαδή ακυρώνει κάθε ενέργεια του Θεού που θέλει να βρει τόπο μέσα στην καρδιά μας και εκεί να επαναπαυτεί. Κατά τον άγιο λοιπόν «μνησικακία είναι να διατηρείς συνεχώς μέσα σου κάποιο μίσος, να ενθυμείσαι δηλαδή το κακό που σου έγινε» (λόγ. 8ος). «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις  δουλεύειν» είπε ο Κύριος, δεν γίνεται ταυτοχρόνως να είσαι με τον Θεό και με τον Σατανά. Είναι δρόμοι εντελώς αντίθετοι – δεν μπορείς αν είσαι μνησίκακος ούτε το «Πάτερ ημών» να ψελλίσεις, όπως θα πει με πόνο ο άγιος Ιωάννης: «Η προσευχή που μας παρέδωσε ο Ιησούς, (το «Πάτερ ημών»), δεν μπορούμε να την πούμε όπως αυτός, εάν μνησικακούμε» (9).

Οπότε, το να θέλω να είμαι με τον Θεό, συνεπώς να μπω στο στάδιο των αρετών με τη Σαρακοστή, και να κρατάω μίσος και πικρίες μέσα μου, με κάνει να μοιάζω με τον (εθνικιστή) προφήτη Ιωνά: τον έστειλε ο Θεός στη Νινευί να κηρύξει μετάνοια λόγω του πλήθους των αμαρτιών των κατοίκων της – «αν δεν μετανοήσετε θα πεθάνετε» -, αλλά εκείνος πήρε καράβι να πάει ακριβώς στην αντίπερα όχθη, την περιοχή της Θαρσείς. Με μία ωραία εικόνα του αγίου Ιωάννη:  συμβαίνει το ίδιο μ’ αυτόν που τρέχει στον… ύπνο του! Μόνον ονειρεύεται. «Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, ομοιάζει μ’ αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει» (λόγ. 9, 15).

Β. 1. Δεν είναι από τα δύσκολα θεολογικά θέματα. Το αντίθετο! Είναι όμως από τα δύσκολα, τα δυσκολότατα ίσως, γιατί πρέπει κανείς όχι απλώς να τα συλλογιστεί, αλλά να τα κάνει πράξη. Άλλωστε η χριστιανική πίστη δεν αποτελεί διαλογισμό, που είναι και της μόδας στις ημέρες μας, αλλά συνιστά κίνηση και ενέργεια, κινητοποίηση στο έπακρο, απαιτείται κανείς αν θέλει να είναι πιστός στον Χριστό να γίνει κυριολεκτικά «μετανάστης», για να θυμηθούμε και τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στον Μεγάλο κανόνα που μας άφησε, το πρώτο τμήμα του οποίου θα το ακούσουμε στο αυριανό Μεγάλο Απόδειπνο της Καθαράς Δευτέρας. Ο ίδιος ο Κύριος είπε στον νομοδιδάσκαλο που τον ρώτησε για το πώς αποκτάται η αιώνια ζωή ότι χρειάζεται να γίνει κι εκείνος σαν τον καλό Σαμαρείτη: «πορεύου και συ ποίει ομοίως». Πορεία και πράξη ζωής είναι ο χριστιανισμός, ξεβόλεμα, ένταση στο απόλυτο. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κι ο απόστολος Ιάκωβος θα σημειώσει επ’ αυτού: «Όχι οι ακροατές του λόγου του Θεού αλλά αυτοί που τον εφαρμόζουν θα δικαιωθούν από τον Θεό» - ό,τι ακριβώς είδαμε και στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου στην έναρξη του Τριωδίου.

Και πρέπει να μας τρομάζει η αλήθεια αυτή – «μετά φόβου και τρόμου κατεργάζεσθε την σωτηρίαν υμών» (απ. Παύλος) -, ότι δηλαδή στην πράξη παρουσιαζόμαστε ή όχι χριστιανοί, γιατί και πάλι ο Κύριος απεκάλυψε αυτό που όλοι γνωρίζουμε αλλά λίγοι ίσως το κατανοούμε: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι». Δεν είμαστε με τον Χριστό, δηλαδή δεν τηρούμε τον λόγο Του; Γινόμαστε αυτομάτως αντίχριστοι! Μη ψάχνουμε τον αντίχριστο ή τους αντιχρίστους έξω και μακριά – θα έλθει κι αυτών η ώρα! Να τον βλέπουμε εκεί που μας υπέδειξε ο Χριστός: σ’ εμάς τους ίδιους, όταν δεν πορευόμαστε κατά τις εντολές Του. «Σατανά» χαρακτήρισε, ας θυμηθούμε, και τον μαθητή Του Πέτρο, όταν θέλησε εκείνος να Τον εμποδίσει από το έργο Του! «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά

Κι είναι δύσκολο να ξεπεράσουμε τη μνησικακία όχι γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί δεν θέλουμε! «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, συνήθιζε να λέει ο άγιος Παΐσιος, υπάρχει δεν θέλω. Κι υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ!» Μπορεί ο Πονηρός να φαίνεται ότι κυριαρχεί, μπορεί ο κόσμος όλος να κείται δέσμιος σ’ αυτόν, μπορεί και τα πάθη μας να μας δυναστεύουν, μα αν στραφούμε προς τον Κύριο «τα αδύνατα γίνονται δυνατά»!

Χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως τη λέξη «μετανάστης» από τον Μ. Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης. Ανήκει σ’ ένα από τα πιο δυνατά τροπάρια του μεγάλου αυτού ύμνου. «Τον Αβραάμ ήκουσας πάλαι, ψυχή μου, καταλιπόντα γην πατρώαν και γενόμενον μετανάστην˙ τούτου την προαίρεσιν μίμησαι» (ωδή γ΄). Δηλαδή: Ψυχή μου, άκουσες από την Παλαιά Διαθήκη τον Αβραάμ που εγκατέλειψε την πατρική γη του και έγινε μετανάστης. Λοιπόν, να μιμείσαι την προαίρεση και τη διάθεσή του. Γιατί μένουμε στον Αβραάμ που έγινε μετανάστης; Γιατί λειτουργεί ως πρότυπο και αρχέτυπο για εμάς, μας διδάσκει ο άγιος Ανδρέας. Σηκώθηκε και έφυγε από ό,τι τον έδενε με την πατρική γη, καθώς υπάκουσε στη φωνή του Θεού. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και με εμάς: Να γινόμαστε αδιάκοπα, αέναα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή μετανάστες, με την έννοια ότι αφήνουμε, όσο οδυνηρό κι αν είναι, αυτό που μας δένει με τα πάθη μας, τις συνήθειές μας, τον βολικό εγωισμό μας, για να βρισκόμαστε εκεί που μας υποδεικνύει κάθε φορά ο λόγος και η εντολή του Χριστού. Κι αυτό συνιστά μία εσωτερική μετανάστευση, μία καρδιακή ανάβαση στο όρος του Κυρίου. «Αναβάσεις εν τη καρδία αυτού διέθετο» όπως διαρκώς λέμε τα θεόπνευστα λόγια του ψαλμωδού.

2. Να επανέλθουμε λοιπόν! Η μνησικακία, να μην μπορούμε να ξεχάσουμε κάτι κακό που μας έκαναν ή που νομίζουμε ότι μας έκαναν – γιατί κι αυτό συμβαίνει συχνά: μία παγίδα που στήνει ο διάβολος σε καλές και ευαίσθητες ως επί το πλείστον ψυχές, που φαίνεται ότι υπάρχει πρόβλημα χωρίς τελικώς να υπάρχει  – η μνησικακία λοιπόν, κατά τον άγιο της Κλίμακος, «σημαίνει κατάληξη του θυμού, φύλακας των αμαρτημάτων, μίσος της δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, ντροπή της προσευχής, εκκοπή της δεήσεως, αποξένωση της αγάπης, καρφί μπηγμένο στην ψυχή, αίσθηση δυσάρεστη που αγαπάται μέσα στη γλυκύτητα της πικρίας της, συνεχής αμαρτία, ανύστακτη παρανομία, διαρκής κακία» (9, 2).

 Και μας κάνει αμέσως εντύπωση η επισήμανση του αγίου: η μνησικακία δημιουργεί «αίσθηση δυσάρεστη που αγαπάται όμως μέσα στη γλυκύτητα της πικρίας της». Πρόκειται για σπουδαία ανθρωπολογική διαπίστωση, την οποία μπορεί και κάνει ο ίδιος γιατί έχει παλέψει με τη μνησικακία και μιλάει από την εμπειρία του – οι άγιοι δεν γεννήθηκαν άγιοι˙ «μάτωσαν» για να φθάσουν σε ψηλά επίπεδα της κατά Χριστόν ζωής! Και τι επισημαίνει; Την τραγωδία που ζούμε οι άνθρωποι: αφενός, να μη νιώθουμε καλά όταν αφήνουμε κακία ασυγχώρητη μέσα μας, είναι πικρία λέει, κάτι δυσάρεστο, γιατί δεν γίνεται όταν αμαρτάνουμε να νιώθουμε καλά: «ψωνίζεις θάνατο με την αμαρτία» κατά Παύλο. Αφετέρου όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει και μία γλύκα στην πικρία αυτή. Γιατί ικανοποιούμε και χαϊδεύουμε τον εγωισμό μας που ζητάει εκδίκηση για το κακό, πραγματικό ή όχι, που μας έκαναν. (Πόση αλήθεια δεν κρύβουν και πολλά λαϊκά τραγούδια που τονίζουν την ίδια πραγματικότητα: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας…»).

Όμως τελικά ζει ο μνησίκακος την κόλαση από τη ζωή αυτή. Γιατί χωρίζεται από τον Θεό, την πηγή της Ζωής και της Χαράς. Σαν τον άφρονα πλούσιο της παραβολής που «ευφραινόταν κάθε ημέρα λαμπρώς». Μα ήλθε η ώρα, η ξαφνική, που του άνοιξε τα μάτια για να δει τον γκρεμό που βρισκόταν: «Αυτήν την νύχτα οι δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου!»

3. Λέει και κάτι ακόμη παράδοξο ο άγιος Ιωάννης στο παραπάνω κεφάλαιο (2): ενώ είναι δρόμος της κόλασης η μνησικακία, είναι το σαράκι, είναι το δηλητήριο, όμως «δεν σκοπεύει να μιλήσει πολύ περί αυτής». Γιατί; Διότι είναι τέκνο και όχι πατέρας ή μάνα! Είναι γέννημα της οργής η μνησικακία, σημειώνει, γι’ αυτό και στην οργή πρέπει να στρέψει κανείς και την προσοχή του. Και βεβαίως σ’ εκείνο που καταργεί και την ίδια την οργή, την Αγάπη. Με τα ίδια τα λόγια του: «Όποιος κατέπαυσε την οργή, αυτός φόνευσε και τη μνησικακία, διότι για να γεννηθούν τέκνα πρέπει να ζει ο πατέρας» (3). Και: «Όποιος απέκτησε την αγάπη, έγινε ξένος της οργής. Εκείνος όμως που διατηρεί την έχθρα, συσσωρεύει στον εαυτό του άσκοπα ενοχλητικά βάρη» (4).

4. Δεν θα στραφούμε ακόμη,  πιο αναλυτικά, στο αντίδοτο του δηλητηρίου. Γιατί μας αποκαλύπτει ο άγιος, όπως είδαμε, και άλλα χαρακτηριστικά του.

- Λοιπόν, εκτός του ότι είναι «τέκνο» η μνησικακία είναι και «φύλακας των αμαρτημάτων». Αντί δηλαδή να σβήνουμε τα αμαρτήματα με τη μετάνοια, την εξομολόγηση, τη Θεία Κοινωνία, η μνησικακία μάς τα κρατάει. Κατά κάποιο τρόπο γίνεται φράγμα στο να γευτούμε τις δωρεές που απέρρευσαν από τον Σταυρό του Κυρίου. Ο Κύριος με τη Σταυρική θυσία Του διέγραψε την αμαρτία ως «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», καταπάτησε τον θάνατο, κατήργησε τον διάβολο. Κι όμως! Η μνησικακία κάνει πέρα για εμάς όλες αυτές τις θεόσδοτες δωρεές και μας κρατάει σε προχριστιανική εποχή: ο Χριστός είναι σαν να μην ήλθε για εμάς˙ συμπορευόμαστε με τους Εβραίους της εποχής Του που μισούσαν τον Κύριο και τον οδήγησαν στον Σταυρό! Όταν με άλλα λόγια μνησικακούμε βλασφημούμε στην ουσία τον Σταυρό και την Αγάπη Του. Κι αυτό σημαίνει κατ’ επέκταση, άρνηση και του αγίου βαπτίσματός μας! Διότι με το βάπτισμά μας μετείχαμε στον Σταυρό και την Ανάστασή Του – γινήκαμε Χριστός κι εμείς. Στην πράξη όμως όλα τα ακυρώνουμε. Όπως είπαμε και προηγουμένως: μη ψάχνουμε για αντιχρίστους, όταν αντίχριστοι γινόμαστε καθημερινά εμείς οι ίδιοι με την διατηρημένη μέσα μας κακία.

- Οπότε, ναι! «Μισούμε τη δικαιοσύνη» του Θεού, επιλέγοντας έτσι ως πορεία μας την αδικία. «Μα εγώ είμαι ο αδικημένος, αφού με έβλαψαν» θα αντείπει ο εγωισμός μας. Για να φανερώσουμε όμως με τον αντίλογό μας ότι δεν έχουμε πάρει καθόλου μυρωδιά το τι είναι η χριστιανική πίστη, την οποία ίσως σπεύδουμε με ζήλο συχνά να την υπερασπιστούμε. Δίκαιος χριστιανικά είναι ο άνθρωπος που πορεύεται σαν τον Χριστό, με τη δύναμη του Χριστού. Άρα μονάχα αγαπά, παραθεωρώντας το υποτιθέμενο δίκιο του για να είναι δικαιωμένος από τον Θεό. «Τα δικαιώματά μας τα κρατάει ο Θεός» σημειώνει κάπου ο άγιος Παΐσιος. «Δικαιώματα στον κόσμο αυτόν έχουν μόνο οι άθεοι»!

(Κι ίσως αξίζει εδώ παρενθετικά να κάνουμε λίγο λόγο για τον «δικαιωματισμό» όπως χαρακτηρίζεται της εποχής μας, όπου όλα βρίσκονται σε σύγχυση και σε ταραχή. Τι σημαίνει «δικαιωματισμός»; Να θέλω να επιβάλω το δίκιο μου με όποιον τρόπο, να επιβάλω τη γνώμη μου, γιατί τη θεωρώ ότι αυτή και μόνον είναι η σωστή. Κι έτσι αποκαλύπτεται όλο το «μεγαλείο» του «δικαιωματισμού»: η δαιμονική υπερηφάνεια. «Όποιος θέλει να επιβάλει τη γνώμη του – θα πει και πάλι σε άλλο σημείο ο άγιος της Κλίμακος – έστω κι αν είναι ορθή, πάσχει από τη νόσο του διαβόλου, την υπερηφάνεια»).

- Ποιο άλλο χαρακτηριστικό έχει η μνησικακία κατά τον όσιο; Σου κλέβει τις αρετές, σημειώνει. «Η απώλεια των αρετών». Δεν πρόκειται δηλαδή για μία απλή εκτροπή, για ένα παράπτωμα. Έρχεται η μνησικακία σαν σύννεφο που όχι μόνο σκεπάζει τον ήλιο του αγαθού και των αρετών, αλλά και τα εξαφανίζει. Η ψυχή επομένως κυριαρχείται από το πονηρό σκοτεινό πνεύμα. Διότι κατ’ ανάγκην δεν υπάρχει Πνεύμα Θεού όπου υπάρχει ο Διάβολος – μέση λύση και μέση κατάσταση δεν υφίσταται. Κι είναι καλό εδώ να μνημονεύσουμε τον αρχικό λόγο του αγίου Ιωάννη: «οι κακίες έχουν τη συνήθεια να γεννούν η μία την άλλη και να συσφίγγονται μεταξύ τους» (1). Οπότε με την κυριαρχία της μνησικακίας χάνεται και η προσευχή και η όποια αναφορά στον Θεό, ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον Θεό, γίνεται ένας «σταυρωμένος» αλλά με αρνητικό τρόπο, όπως το ακούσαμε: «έχει μπηγμένο μέσα του το καρφί της κακίας»!

- Επιμένει ο άγιος να μας ξαφνιάζει με τον διεισδυτικό λόγο του! Υπάρχει και άλλο χαρακτηριστικό της μνησικακίας, σημειώνει. Ποιο; Η μνησικακία κάνει τον φορέα της… «θεολόγο»! Πώς; Γιατί; Μας εξηγεί: «Η μνησικακία γίνεται και ερμηνευτής των Γραφών, προσαρμόζοντας και εξηγώντας τα λόγια του Αγίου Πνεύματος κατά τις δικές της διαθέσεις» (9). Δεν μας αποκαλύπτει έτσι ο άγιος και πώς κινούνται οι αιρετικοί; Βασισμένοι στον λόγο της Γραφής τον διαστρεβλώνουν, γιατί κριτήριο γι’ αυτούς είναι τα πάθη τους και όχι τι το Πνεύμα του Θεού φανερώνει. Και ποιος είναι ο δάσκαλος των μνησικάκων και όλων των αιρετικών; Ο ίδιος ο διάβολος βεβαίως, ο οποίος τόλμησε να… «θεολογήσει» και στον ίδιο τον Κύριό μας, όταν Εκείνος βρέθηκε μετά το βάπτισμά Του στον Ιορδάνη στην έρημο. Λόγια της Γραφής χρησιμοποίησε για να τον πειράξει στους γνωστούς τρεις πειρασμούς Του! Η θεολογία των δαιμόνων, που λένε οι άγιοι Πατέρες μας!

5. Το τελικό αποτέλεσμα της μνησικακίας το είπαμε: ο πνευματικός θάνατος, μία κόλαση από τη ζωή αυτή! Ο μνησίκακος δηλαδή έρχεται στο σημείο να ζει ό,τι έζησαν και οι προπάτορές μας μετά την πτώση τους στην αμαρτία με την παρακοή που επέδειξαν: την έξωσή τους από τον Παράδεισο! Λένε πολλοί: παραμύθια αυτά για τον Αδάμ και την Εύα! Μα η ίδια, η δική μας ζωή, έρχεται και επιβεβαιώνει την αλήθεια, γιατί γινόμαστε πολύ συχνά Αδάμ και Εύα. Ο καθένας μας επαναλαμβάνει στη ζωή του τη ζωή των προπατόρων, όταν αφήνει μέσα του την παραμικρή κακία, μη αγωνιζόμενος τον αγώνα της ευλογημένης μετάνοιας.

6. Λοιπόν, θέλουμε να απεμπλακούμε από την τραγική αυτήν κατάσταση; Η μοναδική λύση όπως σημειώσαμε εξαρχής είναι η καταπολέμηση του πατέρα και της μάνας της μνησικακίας, της μανιώδους οργής, διά της στροφής στην Αγάπη. Κι από δω πια βλέπουμε τον άγιο της Κλίμακος να μας χειραγωγεί με τον πιο φιλάνθρωπο τρόπο. Γιατί αυτό είναι οι άγιοί μας: οι ιατροί που μας χειρουργούν αλλά με τέτοιο στοργικό τρόπο που μας κάνουν να κλαίμε.

Και κατά πρώτον: μπορείς και να μνησικακείς, μας λέει συγκαταβατικά. Ξέρεις ότι η μνησικακία είναι ο θάνατός σου, αλλά δες και τη… θετική πλευρά της! Ποια είναι αυτή; Να ξέρεις πού θα στρέψεις την αρνητική φορά της ψυχής σου, να μάθεις ποιον θα μνησικακήσεις! «Να μνησικακείς πολύ εναντίον των δαιμόνων και να εχθρεύεσαι πολύ και διαρκώς τη σάρκα σου» (8). Τους δαίμονες λοιπόν και τη σάρκα. Όχι το σώμα, αλλά τη σάρκα. Γιατί άλλο πράγμα είναι το σώμα, το από τον Θεό δημιουργημένο, ώστε μαζί με την ψυχή ως ενιαία πραγματικότητα να ζει την παρουσία του Θεού – άλλωστε «ναός του αγίου Πνεύματος» είναι κατά τον λόγο της Γραφής – κι άλλο η σάρκα που σημαίνει την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω της. «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από αυτούς, σημειώνει για παράδειγμα ο προφητικός λόγος για τον Θεό, “δια το είναι αυτούς σάρκας”», γιατί είναι ολοκληρωτικά στραμμένοι στη σαρκολατρεία. Και θυμίζει η αλήθεια της στροφής της βούλησης του ανθρώπου κατά των δαιμόνων και της αμαρτίας αυτό που συνεχώς τονίζει η Πατερική παράδοση της Εκκλησίας: ο Θεός δεν καταστρέφει ούτε ακυρώνει οποιαδήποτε δύναμη του ανθρώπου, έστω και την οργή. Απλώς μας προσκαλεί να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη της ψυχής προς την ορθή κατεύθυνσή της, δηλαδή το θέλημα του Θεού που είναι και το μόνο που εξισορροπεί και ορθοφρονεί τον άνθρωπο.

Τι μας λέει επίσης με ρεαλιστικό τρόπο ο άγιος; Δεν πας διαμιάς στο τέλειο. Υπάρχουν σκαλοπάτια στην πνευματική σκάλα – από τα χαμηλά πας στα ψηλότερα. Αναγνωρίζει λοιπόν ότι μπορεί να θέλουμε να υπερβούμε τη μνησικακία, να βγάλουμε το καρφί αυτό που μας πονάει, να συγχωρέσουμε με την καρδιά μας, να πλησιάσουμε τον Θεό, όμως… δεν τα καλοκαταφέρνουμε. Και τι προτείνει ο μέγας; Υποκρίσου τη συγγνώμη και τη μετάνοια! Που θα πει ότι υπάρχει και καλή υποκρισία. Όπως ακούμε από την Εκκλησία μας την Κυριακή του Θωμά ότι υπάρχει και καλή απιστία – «ω, καλή απιστία του Θωμά». Διότι «απιστία βεβαίαν πίστιν εγέννησεν» – έτσι υπάρχει και καλή υποκρισία! Με τα λόγια του: «Αν δεν μπορείς, μολονότι πάλαιψες πολύ, να διαλύσεις εντελώς το σκάνδαλο της μνησικακίας, δείξε στον εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετανόησες. Έτσι θα συμβεί να ντραπείς την παρατεινόμενη υποκρισία σου και να τον αγαπήσεις ολοκληρωτικά, κεντώμενος και καιόμενος σαν με πυρ από τις τύψεις της συνειδήσεως» (10).

Κι αυτή η «υποκρισία», η καλή και επαινουμένη και από τον Θεό, βλέπουμε ότι διαπερνά όλες τις σελίδες του βιβλίου του αγίου, προκειμένου να βοηθηθεί ο αδύναμος και παραπαίων άνθρωπος. Για παράδειγμα: για να νικήσουμε την οργή, συνεπώς και τη μνησικακία, μας λέει ότι υπάρχουν σκαλοπάτια. Πρώτα, θα «βρίζεις» μέσα σου λόγω της ταραχής σου τον όποιο θεωρούμενο «εχθρό» σου, αλλά χωρίς να βγαίνει καμία λέξη άσχημη από το στόμα σου˙ έπειτα, θα είσαι ελαφρά ταραγμένος, αλλά θα ελέγχεις πια και τις σκέψεις και τους λογισμούς σου απέναντί του˙ και τέλος, θα φτάσεις στο όριο της αοργησίας, όπου και να σε βρίζουν εσύ θα ζεις σε μόνιμη ησυχία και γαλήνη! «Αρχή αοργησίας, σιωπή χειλέων εν σφοδρά ταραχή ψυχής, μεσότης, σιωπή λογισμών εν ψιλή ταραχή ψυχής, τέλος δε, πεπηγμένη γαλήνη εν πνοή ανέμων ακαθάρτων»! Κι άλλο παράδειγμα ακριβώς επί του θέματός μας, της ανεξικακίας! Πρώτη βαθμίδα, γράφει, για να φτάσει κανείς στην ανεξικακία, είναι να αποδέχεται κανείς τις προσβολές και τις ατιμίες, έστω με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται  για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. «Αρχή ανεξικακίας, εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».

7. Το να υποκρίνεσαι όμως την αγάπη, ξαναλέει ο άγιος, είναι στάδιο χαμηλό όπως κι όταν χρησιμοποιείς κι άλλα μέσα για να εξομαλύνεις την κατάσταση με εκείνον που έχεις πρόβλημα: την προσευχή υπέρ αυτού για παράδειγμα ή ακόμη και την προσφορά σ’ αυτόν δώρων σου! Η θεραπεία, η ολοκληρωτική και χαρισματική για τη μνησικακία, βρίσκεται στη βίωση της αγάπης, που όριό της είναι ο σταυρός! Η αγάπη αυτή, όπως την απεκάλυψε ο Κύριος και την κήρυξαν οι Απόστολοι, είναι το όραμα και η προοπτική που θα σε κάνει όντως όχι μόνο να απεμπλακείς αλλά και να βρεθείς στα ύψη του Παραδείσου. Και ποιο το σημάδι ότι πράγματι κανείς έφτασε στο ύψος αυτό ή καλύτερα άγγιξε το… τέλειο; Αυτό που σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τις σχέσεις του χριστιανού με τους συνανθρώπους του: «κλαίειν μετά κλαιόντων και χαίρειν μετά χαιρόντων». Όταν δηλαδή αρχίσει να ανατέλλει μέσα του η εν Χριστώ ενότητα των ανθρώπων, κατά την οποία ο άλλος, ο όποιος συνάνθρωπος, φίλος ή εχθρός, θεωρείται ότι συνιστά κομμάτι δικό του, γιατί και ο ίδιος συνιστά κομμάτι και μέλος του Χριστού, του περικλείοντος τα πάντα. «Ίνα πάντες εν ώσιν» είναι το όραμα του Κυρίου, οπότε το όριο αυτό αποτελεί την πυξίδα που κατευθύνει και την πορεία του αληθινού χριστιανού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και πάλι τον άγιο Ιωάννη: «Τότε θα καταλάβεις ότι απαλλάχτηκες από αυτήν τη «σαπίλα», τη μνησικακία, όχι όταν προσεύχεσαι για εκείνον που σε λύπησε ούτε όταν του προσφέρεις δώρα ούτε όταν του στρώσεις τραπέζι, αλλά όταν μάθεις πως του συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική, και πονέσεις και κλάψεις σαν να επρόκειτο για τον εαυτό σου» (11).

Ξεπερνάμε λοιπόν τη μνησικακία, ζούμε την ανεξικακία, όταν αποδυόμαστε στον αγώνα της αγάπης. Κατανοούμε δηλαδή αυτό που μας κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία απαρχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: ένα κακό, ένα πάθος, μία αμαρτωλή κατάσταση ξεπερνιέται όχι όταν κανείς αρχίζει να στρέφεται απλώς εναντίον του, αλλά όταν στρέφεται σ’ εκείνο που καταργεί το κακό. Κι αυτό είναι η στροφή προς τον Θεό ως στροφή προς την ταπείνωση και την αγάπη. Γιατί αυτά είναι ο Θεός μας. Κι η στροφή αυτή συνιστά τον δρόμο της μετανοίας. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν».

8. Αν αυτό το κατανοήσουμε και κυρίως το προσπαθήσουμε θα δούμε να επιλύονται κι όλα τα προβλήματα που μας ταλανίζουν είτε προσωπικά είτε οικογενειακά είτε και εθνικά είναι. Το πρόβλημα για παράδειγμα με την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια όπως το λένε, είναι πράγματι πρόβλημα – αποτελεί κατά Παύλον «ανομία και ασχημοσύνη». Και η Εκκλησία, συνοδικά και μεμονωμένα αντέδρασε και αντιδρά, γιατί το νομοσχέδιο στρέφεται κατάφωρα κατά του νόμου του Θεού και του Ευαγγελικού λόγου. Από κει και πέρα όμως η ευθύνη ανήκει σε όλους μας με τον τρόπο που μας υποδεικνύουν οι άγιοί μας: με τη μετάνοιά μας. Γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι! Μόλις προηγουμένως τονίσαμε ότι ο καθένας εν Χριστώ περικλείει τους πάντες και τα πάντα. Ό,τι συμβαίνει λοιπόν και στους άλλους αντανακλά και σε εμάς, οι οποίοι έχουμε τη συναίσθηση και της ενότητάς μας αλλά και του πώς υπερβαίνεται η αμαρτία.

Ως χριστιανοί λοιπόν συμπάσχουμε με τους πάντες, όπως ο Κύριος συμπάσχοντας με εμάς σήκωσε τις αμαρτίες μας και «έπαθε υπέρ ημών, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα». Την ώρα λοιπόν που λίγοι ή πολλοί αρχίζουν τον αγώνα της πιο έμπονης προσευχής ως τεταμένης στροφής προς τον Κύριο και το άγιο θέλημά Του, εκείνη την ώρα αρχίζει και η επενέργεια της χάρης του Θεού, που βρίσκει εξαιτίας μας τρόπους να διεισδύει στις χαραμάδες των καρδιών των ανθρώπων. Ό,τι δεν κάνουν οι άλλοι οι εκτός της εν επιγνώσει πίστεως ας προσπαθούμε όσο μπορούμε να το κάνουμε εμείς! Είναι το αυτονόητο(;) για έναν χριστιανό που λίγο αισθάνεται ότι ως μέλος Χριστού καλείται να φτάσει και μέχρι τον Άδη για χάρη της αγάπης. Η ελεήμων καρδία είναι η λύση των πάντων, γιατί είναι η λύση που έδωσε ο Χριστός. Και σ’ αυτήν τη λύση, την άρση του Σταυρού ως πορεία μετανοίας αλλά και αναστημένης ζωής μάς καλεί η Σαρακοστή. Είναι ο πυρήνας και το κέντρο της Εκκλησίας, που αποκαλύπτεται με ενάργεια όταν πιστέψουμε ότι ο καιρός που περνάμε είναι η δωρεά του Χριστού ακριβώς για να μετανοούμε. «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» (Αποκάλυψη Ιωάννη). Με τον λόγο και πάλι του αγίου της Κλίμακος τον οποίο μνημονεύσαμε και αρχικά: «Η αμνησικακία είναι απόδειξη της γνησίας μετανοίας. Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, μοιάζει μ’ αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει».

Γ. Θα μου επιτρέψετε να τελειώσουμε μ’ ένα συγκλονιστικό παράδειγμα από τον βίο του αγίου Νικηφόρου, τον οποίο εορτάσαμε σχετικά λίγο καιρό από τώρα (9 Φεβρουαρίου): «Ο άγιος Νικηφόρος είχε ένα χριστιανό φίλο, πρεσβύτερο της Εκκλησίας, που λεγόταν Σαπρίκιος, ο οποίος από διαβολική ενέργεια μίσησε τον άγιο Νικηφόρο και μνησικακούσε απέναντί του. Όταν συνελήφθη ο Σαπρίκιος από τους ειδωλολάτρες και υφίστατο πολλά βασανιστήρια για την πίστη του Χριστού, ο άγιος Νικηφόρος έστειλε μεσίτες προς αυτόν, ζητώντας συγχώρηση, αλλ’ ο Σαπρίκιος δεν τους άκουσε.  Είδε τότε ο άγιος Νικηφόρος ότι ο Σαπρίκιος οδηγείται εκεί που θα του έκοβαν το κεφάλι, οπότε έτρεξε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Και μολονότι του θύμιζε τους νόμους του Χριστού περί συμφιλιώσεως των ανθρώπων, εκείνος δεν υπεχώρησε. Ο Σαπρίκιος πέρασε από πολλά βασανιστήρια και πλησίαζε η ώρα να πάρει το στεφάνι και τα βραβεία από τον Χριστό. Κι ενώ λίγο έμελλε για να του κόψουν το κεφάλι, δεν έδινε τη συγχώρηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, απογυμνώθηκε από τη βοήθεια του Θεού και είπε στους δημίους: Αφήστε με και θα θυσιάσω στους θεούς. Μόλις το είδε αυτό ο άγιος Νικηφόρος, παρέδωσε τον εαυτό του στους δήμιους και ομολόγησε τον Χριστό με παρρησία. Με την προσταγή του τυράννου τότε, του έκοψαν το κεφάλι, κι έτσι έλαβε ο άγιος γρήγορα τα βραβεία της αγάπης, την οποία και προσπαθούσε να κάνει πράξη, χάριν του Χριστού,  του δοτήρα της αγάπης».  

ΚΥΡΙΕ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ...

 

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς∙ πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

(Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, μη μου δώσεις πνεύμα αργίας, περιέργειας, αγάπης για κυριαρχία και πνεύμα αργολογίας. Αντιθέτως, χάρισέ μου, σ’ εμένα τον δούλο Σου, πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης. Ναι, Κύριε βασιλέα, πρόσφερέ μου ως δώρο το να μπορώ να βλέπω τα δικά μου αμαρτήματα και να μη κατακρίνω τον αδελφό μου, γιατί είσαι ευλογημένος αιώνια).

Η σύντομη αυτή προσευχή του μεγάλου Πατέρα και ασκητικού διδασκάλου οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η πιο γνωστή προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής και σφραγίζει την όλη πορεία της. Διότι πολύ συνοπτικά θέτει τον πιστό χριστιανό ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού προκειμένου να Τον παρακαλέσει αφενός να μην επιτρέψει η καρδιά του να πάρει τη φορά και την κλίση προς το αμαρτωλό φρόνημα που εκφράζεται με τα πάθη της αργίας, της περιέργειας, της φιλαρχίας και της αργολογίας, αλλά αντιθέτως να στραφεί προς Εκείνον, κάτι που θα φανερώνεται χαρισματικά με τους συγκεκριμένους καρπούς της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης. Βάση της θετικής αυτής πορείας προς τον Κύριο είναι, τονίζει η προσευχή του οσίου, το δώρο από Εκείνον και πάλι της αυτογνωσίας ως προσήλωσης των οφθαλμών της ψυχής στην πραγματικότητα του εαυτού μας: της αμαρτίας και των πταισμάτων που διαπράττουμε καθημερινά, γεγονός που μας απαλλάσσει από την εμπαθή προσήλωση προς τις αμαρτίες του πλησίον μας και επομένως την κατάκρισή του.

Δεν είναι δυνατόν να σχολιάσουμε όλα τα επιμέρους σημεία της προσευχής – αυτό θα έπαιρνε πολύ χρόνο. Δύο σημεία της όμως μπορούν να τονιστούν ιδιαίτερα. Πρώτον, η επισήμανση του οσίου ως προς το πού «γέρνει» η ψυχή, τι πνεύμα δηλαδή κυριαρχεί μέσα της, αφού από τη φορά της φανερώνεται ο προσανατολισμός της, συνεπώς και το αληθινό περιεχόμενο της πίστεώς της. Ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε τη σημασία της αλήθειας αυτής: «όπου είναι ο θησαυρός σας», είπε, «εκεί είναι και η καρδιά σας». Τι σημαίνει αυτό; Για να καταλάβουμε ποια είναι η κεντρική αξία της ζωής μας, ο θησαυρός μας, ο Θεός μας δηλαδή, πρέπει νά ερευνήσουμε ακριβώς το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Μπορεί να ομολογώ τον Ιησού Χριστό ως τον αρχηγό της ζωής μου, αλλά αυτό να είναι μία θεωρία και μία ιδεολογία τελικά για μένα. Διότι άλλα πράγματα κατέχουν την πρώτη θέση στη ζωή μου: η καριέρα μου, οι ηδονές της ζωής, οι φίλοι μου, ακόμη και η οικογένειά μου. Ο Κύριος ήταν απόλυτα σαφής απέναντί μας: η προτεραιότητά σας, είπε, πρέπει να είναι πάντοτε ο Θεός, συνεπώς ο Ίδιος ως ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ». Οπότε, αν η πλάστιγγα της αγάπης μου γέρνει κατά προτεραιότητα προς οτιδήποτε άλλο πέραν του Κυρίου και των αγίων Του εντολών, αποδεικνύω ότι δεν είναι Εκείνος ο Θεός μου, έστω κι αν διατείνομαι πάλιν και πολλάκις ότι δεν υφίσταται τούτο.

Αυτό λοιπόν μάς λέει ο όσιος ότι πρέπει να παρακαλούμε στην προσευχή μας: κάνε μας Εσένα να αγαπούμε πάνω από όλα, το πνεύμα μας να στρέφεται στο δικό Σου Πνεύμα, κι αυτό θα φανερώνεται με την  καρποφορία των αρετών και όχι ασφαλώς των ψεκτών παθών. Η απαρχής εντολή «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί τῆς διανοίας καί τῆς ἰσχύος» βρίσκει εδώ την επακριβή εκπλήρωσή της.

Δεύτερο σημείο: ο αγώνας για αυτογνωσία, για προσήλωση σ’ αυτό που έχω ακριβώς απέναντί μου: τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι είναι πράγματι περίεργο, πώς ό,τι είναι ενώπιόν μας μάς διαφεύγει, ενώ εύκολα βλέπουμε ό,τι συμβαίνει στον συνάνθρωπό μας. Πρόκειται για πραγματικότητα που είχαν διαπιστώσει και οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έλεγαν ότι κάθε άνθρωπος έχει δύο σάκκους πάνω του: έναν μπροστά και έναν πίσω. Ο πίσω σάκκος είναι τα δικά του λάθη και οι δικές του αστοχίες. Ο μπροστινός είναι του συνανθρώπου του. Γι’ αυτό και παρουσιάζεται με ανοικτούς οφθαλμούς στα σφάλματα και τις ενέργειες του συνανθρώπου, ενώ παρουσιάζεται τυφλός με αυτό που είναι λάθος δικό του. Αιτία για την «παραδοξότητα» αυτή είναι προφανώς, κατά την πίστη μας, η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε: αρνήθηκε να υποταχθεί στο θέλημα του Δημιουργού Του επιλέγοντας το δικό του θέλημα, τα πράγματα διαστρεβλώθηκαν, με αποτέλεσμα αντί της αγάπης ως αποδοχής και ανοίγματος προς τον συνάνθρωπο να έχουμε την κατάκριση και την καταδίκη του άλλου.

Λοιπόν, μας λέει ο όσιος Εφραίμ, για να βρισκόμαστε στην πορεία προς τον Θεό, την ακολουθία του Κυρίου δηλαδή, απαιτείται η χάρη Εκείνου. Η χάρη Του μάς ανοίγει τα μάτια να βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα, να μετανοούμε γι’ αυτά και να ρίχνουμε τον εαυτό μας στο έλεος Εκείνου – η πορεία μετανοίας που βλέπουμε στην επιστροφή του ασώτου υιού. Ο άσωτος υιός είναι ο καθένας μας και τη μετάνοιά του προβάλλει στην ουσία ο όσιος Εφραίμ με τη σπουδαία προσευχή που μας δίδαξε.

Είναι περιττό να πούμε ότι η προσευχή αυτή μπορεί να λέγεται στην Εκκλησία μας κυρίως την εποχή της Σαρακοστής, όμως πρέπει να γίνει προσευχή καθημερινή κάθε χριστιανού – μία αλήθεια που τόνιζε συχνά και ο μέγας σύγχρονος Γέρων όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Αθωνίτης. «Ἀσφαλῶς, χωρίς τόν Χριστό, χωρίς τό Πνεῦμα τό Ἄγιο, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας. Στήν πραγματικότητα ὀφείλουμε νά διαβάζουμε κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ ἔτους τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου: “Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης (μετανοίας, κατανύξεως, ὑπακοῆς) χάρισαί μοι... Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα”» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Β΄, σελ. 68).

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

 «Ελήλυθεν η Νηστεία η μήτηρ της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας και συνήγορος της μετανοίας, η πολιτεία των Αγγέλων και σωτηρία των ανθρώπων. Οι πιστοί ανακράξωμεν∙ ο Θεός, ελέησον ημάς» (απόστιχα αίνων Καθαράς Δευτέρας, ιδιόμελον, ήχος πλ. α΄).

(Έφτασε η νηστεία, η μητέρα της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας και συνήγορος της μετανοίας, ο τρόπος ζωής των αγγέλων κι αυτή που οδηγεί στη σωτηρία τους ανθρώπους. Οι πιστοί ας φωνάξουμε δυνατά: ο Θεός ελέησον ημάς).

Η Εκκλησία μας, από την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, επιμένει να μας καθοδηγεί πάνω σ’  αυτό που σφραγίζει την περίοδο αυτή: τη νηστεία. Και το πρώτο που τονίζει, προκειμένου να νιώσει κανείς τα ευεργετικά πνευματικά και αιώνια αποτελέσματά της, είναι ο συνδυασμός της νηστείας με την προσευχή. «Έφτασε η νηστεία», λέει, οπότε «ας φωνάξουμε στον Θεό μας να μας ελεήσει». Είναι ο συνδυασμός που υποτάσσει και θηρία, κατά τον λόγο των αγίων αββάδων της ερήμου, διότι η νηστεία ως εγκράτεια και περιορισμός των ατάκτων ορμών του σώματος αλλά και της ψυχής, διευκολύνει ιδιαιτέρως τη στροφή προς τον Θεό -  απεμπλέκει τον άνθρωπο από τα γοητευτικά δεσμά της ύλης – συνεπώς κάνει τον άνθρωπο να στέκει στο σημείο της βασιλικής εξουσίας που ο Θεός απαρχής της Δημιουργίας τού έδωσε: να άρχει πάνω σε όλα τα στοιχεία της φύσης. Να άρχει και να εξουσιάζει εννοείται χαρισματικά, που σημαίνει με αγάπη και σεβασμό προς την αδελφή του λοιπή Δημιουργία.

Είναι ευνόητο βεβαίως ότι ο υμνογράφος μιλάει πρώτον για την αληθινή διάσταση της νηστείας ως μέσου πνευματικού και όχι ως μέσου... αδυνατίσματος! – ό,τι θα επισημάνει σε άλλο σημείο: «αληθής νηστεία η των κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους και επιορκίας» - και δεύτερον για την αληθινή και γνήσια προσευχή, τύπος της οποίας είναι η τελωνική κραυγή: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Με τους όρους αυτούς αναδύεται όντως το μεγαλείο της νηστείας της Σαρακοστής με όλα τα θαυμαστά αποτελέσματά της:

- Είναι αυτή που ισορροπεί πνευματικά τον άνθρωπο, γιατί του δίνει τη δύναμη να ελέγχει τις φιλήδονες τάσεις του.

- Είναι αυτή που τον απομακρύνει από την αμαρτία, γιατί του δημιουργεί τις συνθήκες να υπερβαίνει τον εγωισμό του, συνεπώς να ζει την αγάπη ως άνοιγμα προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

- Είναι αυτή που ωθεί στη μετάνοια, τον μονόδρομο κατά τον Κύριο που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».

- Είναι αυτή πού κάνει τους πιστούς να είναι άγγελοι ήδη από τούτη τη ζωή, ανοίγοντας έτσι τα μάτια μας στην εσχατολογική διάστασή της: ο Κύριος είπε ότι στον μέλλοντα αιώνα οι άνθρωποι «ισάγγελοί εισι».

- Είναι μ’ ένα λόγο αυτή που φέρνει τον άνθρωπο σε ζωντανή σχέση με τον Θεό, αυτό που ονομάζουμε σωτηρία του ανθρώπου.

Ας σκεφτούμε: αν κατήγορός μας ενώπιον του Θεού παραμένει πάντοτε ο πονηρός διάβολος, του οποίου η χαρά κατά τη Γραφή είναι «να σκοτώνει τους ανθρώπους»: «ανθρωποκτόνος» χαρακτηρίζεται απαρχής, συνήγορός μας κατά τον θεόπνευστο ύμνο είναι η νηστεία. Για τον απλούστατο λόγο ότι όπως είπαμε αποκαλύπτει, εφόσον είναι αληθινή, δηλαδή σωστά εκκλησιαστική, το πού τελικώς είναι στραμμένη η καρδιά μας, συνεπώς ποιος στο βάθος είναι ο (πραγματικός) Θεός μας. Και ναι! Ή φανερώνουμε με την περιφρόνησή της -  δεν μιλάμε για εκείνους που για λόγους υγείας ή ανωτέρους της θέλησής τους  δεν επιτρέπεται να νηστεύσουν – ότι ο κόσμος αυτός αποκλειστικά είναι η αγάπη μας, ή αγωνιζόμενοι διακριτικά στον δρόμο της φανερώνουμε ότι ως αγάπη μας πρώτη θέτουμε Κύριο τον Θεό μας.

Νηστεία: το φίλτρο που δείχνει ότι οι πνευματικοί μας οφθαλμοί είναι εστιασμένοι στον Χριστό!

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 

«Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀδελφοί, ἀπό παντός μολυσμοῦ, σαρκός καί πνεύματος· τάς λαμπάδας τῶν ψυχῶν ἡμῶν φαιδρύνωμεν, διά φιλοπτωχείας, μή κατεσθίοντες ἀλλήλους τῇ συκοφαντίᾳ· ἔφθασε γάρ ὁ καιρός, ὅταν ὁ Νυμφίος ἐλεύσεται, πᾶσιν ἀποδοῦναι κατά τά ἔργα αὐτῶν. Συνεισέλθωμεν Χριστῷ μετά τῶν φρονίμων Παρθένων, τήν φωνήν ἐκείνην τοῦ Λῃστοῦ, πρός αὐτόν ἀνακράζοντες· Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» (Ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ Σαββάτου Τυρινῆς, ἦχος β΄).

(Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπό κάθε μολυσμό τῆς σάρκας καί τοῦ πνεύματός μας. Ἄς κάνουμε λαμπρές καί φωτεινές τίς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας, μέ τήν ἀγάπη πρός τή φτώχεια, χωρίς νά κατατρώγουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τή συκοφαντία. Κι αὐτό γιατί ἔφτασε ὁ καιρός, πού ὁ Νυμφίος θά ἔλθει, προκειμένου νά ἀποδώσει σέ ὅλους σύμφωνα μέ τά ἔργα τους. Μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες ἄς εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία Του, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν ἐκείνη τή φωνή τοῦ Ληστῆ πάνω στόν σταυρό: Θυμήσου μας, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου).

Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρυόμενος ἀπό τά λόγια τῶν Εὐαγγελίων ἀλλά καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια ἀληθινή, ἐνόψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνεστῶσα κατάσταση μέ τήν ἔναρξη τῆς Σαρακοστῆς. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι πράγματι τό κλίμα τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς - ἀλλά καί ὅλης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τελικά - εἶναι αὐτό πού διαμορφώνεται ἀπό τήν ἐπικείμενη ἔλευση τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἕνα κλίμα πνευματικῆς ἐγρήγορσης καί νήψης, πού ὁδηγεῖ τόν πιστό νά θέτει τόν ἑαυτό του χωρίς τερτίπια καί τεχνάσματα ὑπό τήν ἄμεση κρίση τοῦ Χριστοῦ - ἄς δοῦμε ἤδη αὐτό πού κυριαρχεῖ ἰδίως τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τήν ὁποία ἀδιάκοπα ἔχει πρό ὀφθαλμῶν ἡ Ἐκκλησία μας: «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Λοιπόν, σέ τί μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία; Νά φτάσουμε στό σημεῖο, ξύπνιοι πνευματικά, πού θά πεῖ μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά κραυγάζουμε ἐν μετανοίᾳ τό «μνήσθητι ἡμῶν Κύριε» τοῦ ληστοῦ, συνεπῶς νά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ληστή καί μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες τῆς γνωστῆς παραβολῆς στήν οὐράνια παστάδα τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Βασιλεία Του. 

 Ποιό εἶναι τό μοναδικό ἐμπόδιο πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτήν τή Βασιλεία καί τήν ἀληθινή μετάνοια; Ἡ βρόμικη ψυχή, ὁ μολυσμός αὐτῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μολύνει καί τό σῶμα, κάνοντάς το νά πορεύεται ἀνεξέλεγκτα ἀπό τίς ἄτακτες καί φιλήδονες ὀρέξεις του. Λοιπόν, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο, ἐκεῖνο πού καθαρίζει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα - καθώς ὁ Κύριος ξανάρχεται ἀνά πᾶσα στιγμή - εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τή φιλοπτωχεία, δηλαδή ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐγκράτεια πού θέτει περιορισμούς σέ κάθε πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ἡ ὁποία ἀπομακρύνει ἀπό τή δαιμονική κατάκριση καί τή συκοφαντία.  Ὁπότε, καθαρός ὁ πιστός ἀπό τήν ἁμαρτία, λόγω τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο πού τόν κάνει νά κρατάει τό φῶς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, ζεῖ ἐν μετανοίᾳ προσβλέποντας πάντοτε στόν «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» Κύριο, πού σημαίνει τήν ἀνοικτή διέλευσή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 Γι’ αὐτό καί ἡ λιτή καί συμπυκνωμένη νοηματικά πορεία αὐτή τοῦ χριστιανοῦ πού γέμει κατανύξεως καί εὐλαβείας προσφέρεται ἀπό τόν ὑμνογράφο ὄχι τυχαῖα σέ ἦχο δεύτερο, πού θά πεῖ σέ ἦχο μέ ἰδιαίτερη γλυκύτητα, ἡ ὁποία κάμπτει τίς ὅποιες ἁμαρτωλές καί σκληρές ἀντιστάσεις τῆς φιλήδονης ψυχῆς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

 

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ.

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου».  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΕΣ ΟΣΙΟΙ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν» (Την ίδια ημέρα, μνημονεύουμε όλους αυτούς που έλαμψαν στην άσκηση, άγιους άνδρες και γυναίκες).

«Ήρεμα και σιγά-σιγά με τις προηγούμενες εορτές, οι θεοφόροι Πατέρες αφού μας παιδαγώγησαν και μας προπαρασκεύασαν να είμαστε έτοιμοι για το πνευματικό στάδιο, κι αφού μας απομάκρυναν από την τρυφή και τον κόρο και μας έβαλαν στον δρόμο του φόβου της μελλούσης κρίσεως, όπως και με την εβδομάδα της Τυροφάγου μάς προκάθαραν καθώς πρέπει, μάς έβαλαν συνετά ανάμεσά τους και τις δύο νηστείες, ώστε λίγο λίγο να μας προτρέψουν σ’ αυτήν. Και να τώρα προσθέτουν στο μέσον κι όλους εκείνους που έζησαν όσια με πολλούς κόπους και καμάτους, άνδρες και γυναίκες, προκειμένου με τη μνήμη τους και τα παλαίσματά τους να μας κάνουν δυνατώτερους για το στάδιο της Σαρακοστής, έχοντας τους βίους εκείνων ως κάποιο υπογραμμό και οδηγό.  Οπότε με τη συμμαχία και την αρρωγή των οσίων αυτών να αποδυθούμε προς τους πνευματικούς αγώνες, αναλογιζόμενοι ότι και αυτοί είχαν την ίδια με εμάς ανθρώπινη φύση.

 Όπως ακριβώς δηλαδή  οι στρατηγοί, αφού έχουν παραταχθεί τα στρατεύματα και ήδη στέκονται κατά μέτωπο, προτρέπουν τον στρατό τους με λόγια και παραδείγματα και μνημόνευση ανδρών της ιστορίας που στάθηκαν άριστα στον πόλεμο και παρουσίασαν ανδρείο φρόνημα, το ίδιο και ο δικός τους στρατός να κινηθεί στον αγώνα ολόψυχα,  ενδυναμούμενος με την ελπίδα της νίκης∙ έτσι και τώρα, οι θεοφόροι Πατέρες κινούνται με την ίδια σοφία: εγκαρδιώνουν για τους πνευματικούς αγώνες τους άνδρες και τις γυναίκες, με τα παραδείγματα όσων βίωσαν όσια, και τους καθοδηγούν παρόμοια κι αυτοί να μπουν στο στάδιο της νηστείας. Ώστε κι εμείς, θεωρώντας τους ως αρχέτυπο και βλέποντας τον βίο εκείνων όχι κακό αλλά καλό, να εργαζόμαστε τις αρετές, όσο μπορεί ο καθένας: πρώτη από όλες την αγάπη και τη σώφρονα αποχή των άσεμνων έργων και πράξεων, και την ίδια τη νηστεία, όχι βεβαίως μόνον από τα φαγητά, αλλά και τη νηστεία της γλώσσας και του θυμού και των οφθαλμών, και μ’ έναν λόγο την αργία και την αποξένωση από κάθε κακό.

Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν οι άγιοι Πατέρες κατέταξαν σήμερα την παρούσα μνήμη όλων των αγίων, προβάλλοντας αυτούς που ευαρέστησαν τον Θεό με τη νηστεία και τα άλλα καλά και χρηστά έργα. Μας παρωθούν δηλαδή με την εικόνα αυτών προς το στάδιο των αρετών, ώστε να οπλιζόμαστε γενναία κατά των παθών και των δαιμόνων, και κατά κάποιο τρόπο μας λένε ότι αν κι εμείς δείξουμε τον ίδιο μ’ αυτούς ζήλο, τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να κάνουμε όσα έκαναν κι εκείνοι και να αξιωθούμε τα ίδια βραβεία μ’ εκείνους. Διότι κι αυτοί είχαν την ίδια μ’ εμάς ανθρώπινη φύση.

Και για την εβδομάδα της Τυροφάγου, ισχυρίζονται κάποιοι ότι ο βασιλιάς Ηράκλειος την επέβαλε, ενώ ήταν προηγουμένως εβδομάδα κρεοφαγίας. Όταν δηλαδή είχε εκστρατεύσει κατά του βασιλιά Χοσρόη και των Περσών για έξι έτη, προσευχήθηκε στον Θεό ότι αν τους νικήσει, θα την καθιερώσει και θα την βάλει στο διάστημα μεταξύ της νηστείας και της καταλύσιμης περιόδου, πράγμα που έκανε. Όμως εγώ νομίζω, έστω κι αν συνέβη τούτο, ότι οι άγιοι Πατέρες επινόησαν την καθιέρωση αυτή, ως ένα είδος προκαθάρσιμης περιόδου, ώστε να μην δυσχεραινόμαστε με την απότομη αλλαγή από την κρεοφαγία και την κατάλυση σε όλα στην άκρα ασιτία, κι έτσι να βλαπτόμαστε και σωματικά. Αλλά σταδιακά και σιγά-σιγά αφού απομακρυνθούμε από τα λιπαρά και τα ευχάριστα στη γεύση, να υποδεχτούμε το χαλινάρι της νηστείας με τον περιορισμό του φαγητού, όπως συμβαίνει και στα άγρια άλογα. Με άλλα λόγια ό,τι έκαναν οι Πατέρες και για τα θέματα της ψυχής χρησιμοποιώντας τις παραβολές, το ίδιο σκέφτηκαν να κάνουν και για το σώμα: τα εμπόδια που υπάρχουν στη νηστεία τα έκοψαν λίγο λίγο».

Η Εκκλησία μας με τη σημερινή εορτή που θυμάται όλους τους αγίους ασκητές, άνδρες και γυναίκες, αλλά τελικώς και όλους τους αγίους, θέλει να τονίσει αυτό που συνιστά βαθειά πεποίθησή της, ότι δηλαδή όλοι οι άγιοι στο βάθος και κατ’ ουσίαν είναι μάρτυρες. Αν όχι του αίματος, όπως συμβαίνει με πάμπολλους εξ αυτών, αλλά της συνειδήσεως. Τι έκαναν όλοι οι άγιοι παρά αγωνίστηκαν να ζήσουν ενάντια στην πεσμένη στην αμαρτία ανθρώπινη φύση τους, επιλέγοντας το αγκυροβόλημα της καρδιάς και της ψυχής τους στο θέλημα του Χριστού και Θεού; Κι αυτή η επιλογή αποτελεί διαχρονικά πράγματι ένα μαρτύριο. Διότι άλλα επιθυμεί ο άνθρωπος της αμαρτίας και άλλα ο άνθρωπος του Θεού. «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός». «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Συνεπώς, άγιος είναι ο πιστός που ενώ φέρεται από τον νόμο της αμαρτίας κατά του Θεού, εκείνος διά της βίας και χάριτι βεβαίως Θεού στρέφεται προς Εκείνον, ζώντας στη συνείδησή του ένα μαρτύριο. «Βία φύσεως διηνεκής», λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ζωγραφίζοντας τον όσιο και τον κάθε άγιο. Πρόκειται για ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε, ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» - ο πιστός, ο άγιος βρίσκεται αδιάκοπα σ’ έναν αδυσώπητο πνευματικό πόλεμο, σε μία ένταση εσωτερική, για να βρίσκεται εκεί που είναι ο Κύριός Του, δηλαδή οι άγιες εντολές Του.

Η παραπάνω αλήθεια, η «χαρτογράφηση» της εσωτερικής πορείας του οσίου, του κάθε αγίου, άνδρα και γυναίκας, αποτελεί το καίριο σημείο στο οποίο επικεντρώνει την προσοχή μας συχνά ο άγιος υμνογράφος. Μιλάει για τους οσίους, αλλά δεν μένει σε μία επιφανειακή και εξωτερική περιγραφή των αγώνων τους. Τον ενδιαφέρει το «βάθος» τους, γιατί αυτό θέλει να προβάλει, ώστε να λειτουργήσει και ως αρχέτυπο και πρότυπο για όλους τους πιστούς. Το δοξαστικό μάλιστα του εσπερινού με σαφήνεια δείχνει την κατά Χριστόν πολιτεία των οσίων και αγίων. «Αφού τηρήσατε υγιές και αλώβητο από την αμαρτία το κατ’ εικόνα κι αφού καταστήσατε τον νου σας ηγεμόνα απέναντι στα ολέθρια πάθη με τους ασκητικούς σας αγώνες, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο ανεβήκατε στο καθ’ ομοίωσιν. Διότι με ανδρεία ψυχής ασκήσατε βία στην (αμαρτωλή) φύση (που ρέπει επί τα πονηρά) και σπεύσατε να υποτάξετε το χειρότερο στο καλύτερο και να υποδουλώσετε το σαρκικό φρόνημα στο Πνεύμα».

Η πορεία αυτή δεν συνιστά την «ὁδόν Κυρίου», όπως την απεκάλυψε ο Κύριος; Με τα αποτελέσματα που επίσης ο Ίδιος υποσχέθηκε: την ενχρίστωση του ανθρώπου, την ταύτισή του με Εκείνον, την ένταξή του στον Νυμφώνα Του που θα πει την ένταξη του πιστού στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή. Ένα απόστιχο του εσπερινού επίσης με ενάργεια φοβερή μάς προσφέρει την υπέρ φύσιν χριστιανική ζωή. «Ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Ας κάνουμε να λάμψουν οι λαμπάδες των ψυχών μας, με τη φιλοπτωχεία μας, χωρίς να καταβροχθίζουμε ο ένας τον άλλον με τη συκοφαντία. Κι αυτό γιατί έφτασε ο καιρός, όταν ο Νυμφίος θα έλθει, για να αποδώσει σε όλους σύμφωνα με τα έργα τους. Ας μπούμε λοιπόν μαζί με τον Χριστό και με τις φρόνιμες παρθένες στον Νυμφώνα Του, φωνάζοντας δυνατά εκείνη τη φωνή του Ληστή προς Αυτόν: Θυμήσου μας, Κύριε, όταν έλθεις στη Βασιλεία Σου».

Είναι ευνόητο έτσι ότι οι όσιοι, αυτοί που με πόθο ακολουθούν τον Χριστό συσταυρωμένοι μαζί Του, είναι αυτοί που αφενός ζουν πια όλα όσα ο Κύριος είπε ότι θα αποτελούν κληρονομιά των πιστών Του – αυτά που περιέγραψε ο απόστολος Παύλος με τα λόγια «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» - αφετέρου όμως έχουν και την παρρησία να πρεσβεύουν υπέρ ημών για όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε αλλά και για την ενίσχυσή μας στον καθημερινό πνευματικό αγώνα μας και εν όψει της Νηστείας της Σαρακοστής. Όπως το καταγράφει μάλιστα ο υμνογράφος μεταξύ άλλων: οι άγιοι Ιεράρχες και Ασκητές και Ιερομάρτυρες και όσιες Γυναίκες «καταφρόνησαν τα φθαρτά και τα πρόσκαιρα πράγματι, και ως αράχνη και ως σκουπίδια τα θεώρησαν, προκειμένου να κερδίσουν τον Χριστό και τα Βασίλεια αυτού, όπως και τα θεία εκείνα που οφθαλμός ανθρώπου δεν είδε κι αυτί δεν άκουσε ποτέ» (αίνοι). Και:  «Άγιοι και ένδοξοι Πατέρες που σας μνημονεύσαμε, αλλά και οι άγνωστοι σε μας, σώστε μας από τους κινδύνους, εμάς που επιτελούμε το μνημόσυνό σας με πόθο» (ωδή στ΄).

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

« τῆς νηστείας θεῖος καιρός, πάθη ἐκκαθαίρων ψυχικά, καί ψυχικούς πλύνων μώλωπας, ἦλθε, νῦν ἐπέστη˙ πιστοί, συνδράμωμεν, καί τοῦτον φιλοφρόνως ὑποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ Τριωδίου).

(Ο θείος καιρός της νηστείας, που καθαρίζει τα ψυχικά πάθη και πλένει τους ψυχικούς μώλωπες, ήλθε, τώρα φάνηκε. Πιστοί, ας τρέξουμε μαζί και ας τον υποδεχτούμε με φιλοφροσύνη και καλή διάθεση).

Μια ανάσα από την έναρξη της Σαρακοστής και η Εκκλησία μας διά του αγίου υμνογράφου της Ιωσήφ μάς καλεί να την υποδεχτούμε με τον σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος δεν είναι η κατήφεια και η μελαγχολική διάθεση -  δείγμα της κυριαρχίας των παθών μέσα μας: «χάνουμε» τα ηδονικά στοιχεία του λαιμού και της γαστέρας μας, ταλαιπωρείται δηλαδή η λαιμαργία και η γαστριμαργία μας, άρα η φιληδονία μας – αλλά η καλή και ευχάριστη διάθεση, η φιλοφροσύνη. Μας καλεί η Εκκλησία μας «τρέχοντας» να σπεύσουμε να ενταχτούμε στην αγκαλιά της σεμνής αυτής περιόδου. Θυμάται κανείς τον άγιο αββά του Γεροντικού, ο οποίος έλεγε τον παράδοξο θεωρούμενο λόγο: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος, και στον κόπο βρίσκω ανάπαυση». Που θα πει: ο όσιος αυτός ασκητής είχε καταλάβει πολύ καλά ότι η ζωή στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανική, πρέπει να είναι με τον Χριστό, συνεπώς πρέπει ο πιστός να ασκεί πάντοτε «βία» στον εαυτό του, ακολουθώντας με συνέπεια Εκείνον. Κι η ακολουθία του Χριστού είναι συσταύρωση μαζί Του: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Οπότε η χριστιανική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Έχει ασκητικό χαρακτήρα, είτε είναι κανείς καλόγερος είτε όπως λέμε κοσμικός. Γιατί ακριβώς παλεύεις να στρέφεις αδιάκοπα τα νώτα του στο γενικό κλίμα του σαρκικού αμαρτωλού φρονήματος και να προσανατολίζεσαι έστω και με το «ζόρι» εκεί που είναι ο Χριστός.

Αλλά ο προσανατολισμός αυτός καθιστά από την άλλη και τον αγώνα ευχάριστο και εξαιρετικά ποθητό. Γιατί δεν είναι αγώνας «τυφλός». Τον Χριστό θέλουμε να ακολουθούμε, το πιο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να υπάρξει για τους πιστούς, έστω κι αν υπάρχουν τα εμπόδια των ακανθών από τα πάθη μας. Τι μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να ζούμε τον Παράδεισο ήδη από τώρα στη ζωή αυτή μαζί Του; Μόνον ο αμαρτωλός εαυτός μας, που ρέπει στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία. Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγώνας στοχεύει στην εξάλειψη των παθών αυτών, με την έννοια της μεταστροφής τους σε εγκράτεια, σε προσφορά και ελεημοσύνη, σε ταπείνωση. Το αποτέλεσμα; Στον βαθμό που εξαλείφονται τα αγκάθια αυτά εξομαλύνεται το έδαφος της καρδιάς μας και φύεται το σπέρμα του Πνεύματος που ελάβαμε διά του αγίου βαπτίσματός μας, εμφανίζεται δηλαδή στην ύπαρξή μας ο ίδιος ο Χριστός, γινόμαστε κι εμείς Χριστός, γινόμαστε φιλόθεοι και φιλάνθρωποι.

Η πιο πρόσφορη περίοδος της Εκκλησίας για την ένταση του πνευματικού αγώνα, ώστε να κάνουμε τον εαυτό μας «περιβόλι του Ουρανού», είναι η Σαρακοστή. Είναι ο θείος καιρός της νηστείας, μας υπενθυμίζει ο άγιος υμνογράφος,  γιατί με τη ορθή άσκησή της καθαρίζονται τα ψυχικά πάθη και ξεπλένονται  και θεραπεύονται οι μαυρίλες και τα κτυπήματα της ψυχής. Σε άλλο σημείο (ωδή ε΄) ο υμνογράφος θα μας πει: «η νηστεία έκανε τον Μωυσή θεόπτη, είδε τον Θεό! Οπότε κι εσύ, ψυχή μου, μιμήσου τον κι ανάλαβε τη νηστεία, ανεβαίνοντας διαρκώς εσωτερικά προς τον Θεό, για να δεις τη λαμπρότητα του Θεού». Η εκκλησιαστική νηστεία, ψυχική και σωματική, είναι αυτονόητο ότι έχει θετικό χαρακτήρα: μας φέρνει ενώπιον του Θεού και μας γεμίζει με το φως Του. Πόσο μακριά δηλαδή από ό,τι συνήθως οι πολλοί αντιμετωπίζουμε τη «σκυθρωπότητά» της!