Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ (βίντεο)

 




ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

 

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια».

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι εντελώς δειγματοληπτικοί αλλά και αποκαλυπτικοί: «Θρηνείς, Ιησού – δείγμα τούτο ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος. Δίνεις ζωή στον φίλο σου – δείγμα τούτο της θεϊκής δύναμής Σου».

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που δίνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά" (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" (ωδή ζ΄).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

 

ΓΙΑ ΚΛΑΙΜΕ ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»;

«Τήν ἀνάστασιν καί ζωήν ἔχουσαι Γυναῖκες προσφιλῆ, τί ἀποδύρεσθε πικρῶς; Παραγίνεται καί ζωώσει τόν γνήσιον φίλον, τῆ αὐτοῦ ἀναστάσει, τήν ἔγερσιν πάντων προμηνύων ὁ πάντων εὐεργέτης» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Γυναίκες (Μάρθα και Μαρία), έχοντας την ανάσταση και ζωή, δηλαδή τον Κύριο, φίλο και αγαπητό σας, γιατί κλαίτε πικρά; Έρχεται και θα δώσει ζωή στον γνήσιο φίλο του τον Λάζαρο, προμηνύοντας με εκείνου την ανάσταση την ανάσταση όλων ο ευεργέτης όλων).

Την ανάσταση του Λαζάρου προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μία ανάσα προ της ημέρας της αφιερωμένης σ’ αυτόν. Κι αυτό για να τονίσει ότι εκείνου η ανάσταση αποτελεί προμήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς της αναστάσεως όλων των ανθρώπων – ο Κύριος ανασταίνεται για να αναστηθεί σύμπαν το ανθρώπινο γένος (ό,τι εικονίζει και η εικόνα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας με καταιγιστικό τρόπο εξαγγέλλουν την αλήθεια αυτή με αφθάστου ύψους ποιητική δύναμη. Για παράδειγμα στην ίδια ωδή: «Καθώς ερχόσουν Κύριε προς Βηθσφαγή, ο αποτρόπαιος Άδης αισθάνθηκε τον κρότο των ποδών Σου και άγγιξε τα πόδια του Λαζάρου λέγοντάς του: Αν πρόκειται να σε φωνάξει η Ζωή, μην αργήσεις, αλλά βγες έξω. Διότι γνωρίζω την καταστροφή μου που έρχεται γρήγορα».

Ενόψει λοιπόν του ερχομού του Κυρίου στη Βηθανία για να αναστήσει τον φίλο του Λάζαρο, ο υμνογράφος «ελέγχει» τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Και τις ελέγχει για την ολιγοπιστία τους, με το συντριπτικό πράγματι επιχείρημα: αφού ο Κύριος είναι και δικός σας φίλος, αγαπητός και προσφιλής, Αυτός που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, όπως θα το δηλώσει μάλιστα στις ίδιες, τότε γιατί κλαίτε και μάλιστα πικρά, δηλαδή με κάποια απελπισία; Να έχει κανείς τον Χριστό τόσο κοντινό του και να απελπίζεται, είναι μάλλον παράλογο. Εκτός κι αν δεν Τον πιστεύει όπως πρέπει.

Τι θα έπρεπε να πει βεβαίως ο άγιος υμνογράφος και σε μας που έχουμε βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και έχουμε γίνει μέλη του αγίου Σώματός Του – ένα κυριολεκτικά μ’ Εκείνον; Και μάλιστα όταν επιβεβαιώνουμε τούτο με την κοινωνία του αγίου σώματος και αίματός Του; Πώς έρχονται στιγμές ή και μακρύτερα χρονικά διαστήματα που ξεχνάμε την πιο καίρια αυτή αλήθεια της πίστης μας, οπότε μας καταλαμβάνει η βαθιά λύπη της μοναξιάς, ο μεγάλος φόβος για τα δεινά του βίου, ακόμη και η δαιμονική απόγνωση; Δεν είναι απτά σημάδια αυτά της ολιγοπιστίας ή και της απιστίας μας ακόμη; Αλλά ο Χριστός μας επιμένει: είμαι ο φίλος Σας, λέει, είμαι ο Πατέρας και η Μάνα σας, είμαι το σπίτι σας, είμαι η τροφή σας, είμαι ο νυμφίος της ψυχής σας. Είμαι τα πάντα για εσάς. Σας αγαπώ περισσότερο κι από την αγάπη της μάνας προς το λατρευτό βλαστάρι της!

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Θεωρίαν καί πρᾶξιν, ὥσπερ συζεύξαντες, πρός Χριστόν ἱκεσίαν, ἐκπέμψαι σπεύσωμεν· τόν τεθαμμένον ἡμῶν νοῦν, ὡς ἄλλον Λάζαρον νεκρόν, ὅπως ζωώσῃ τῇ αὐτοῦ ἐπιστασίᾳ τῇ φρικτῇ, βαΐα δικαιοσύνης αὐτῷ προσφέρειν καί κράζειν· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ.α΄).

(Ἔχοντας ἑνώσει, κατά κάποιον τρόπο, θεωρία καί πράξη, ἄς σπεύσουμε νά ἱκετέψουμε τόν Χριστό, νά δώσει ζωή μέ τή φοβερή παρουσία Του στόν θαμμένο μας νοῦ, σάν νά εἶναι ἕνας ἄλλος Λάζαρος νεκρός, ὥστε (ἀπό δῶ καί πέρα) νά Τοῦ προσφέρουμε τά βάγια τῆς δικαιοσύνης μας (μέ τή σύμφωνη πρός τό θέλημά Του ζωή μας) καί νά Τοῦ φωνάζουμε δυνατά, Εὐλογημένος εἶσαι Σύ πού ἔρχεσαι στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου).

Δέν ξέρουμε κατά πόσο χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους θεωρία καί πράξη ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μέ τήν πνευματική τους ἔννοια, δηλαδή τήν πράξη ὡς τήν πρακτική ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν καί τή θεωρία ὡς τόν φωτισμό πού δίνει ὁ Θεός ἀπό τήν ἐξάσκηση αὐτή, ἀφοῦ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασίς ἐστιν» - πιθανόν αὐτό νά ἔχει ὑπόψη του, δεδομένου ὅτι ὁ νοῦς μπορεῖ νά βρίσκεται σέ κατάσταση ὑπνώττουσα, τήν ὥρα πού ὁ πιστός σέ πρώτη φάση ἀσκεῖ τίς ἀρετές πρός κάθαρσή του ἀπό τίς ἡδονές· ἤ ἄν παίρνει ὡς βάση τό γεγονός τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ Λαζάρου ἀπό τόν Κύριο στή Βηθανία (θεωρία), προκειμένου νά τό δεῖ σέ σχέση μέ τή ζωή τή δική μας (πράξη). Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς ὅμως τί μᾶς λέει; Νά ἱκετέψουμε τόν Κύριο, ὅπως τότε πού ἦλθε κι ἀνέστησε τόν Λάζαρο, ἔτσι νά κάνει καί σέ μᾶς, γιατί καί ὁ δικός μας νοῦς, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης, κεῖται θαμμένος καί νεκρός σάν ἄλλος Λάζαρος, λόγω βεβαίως τῆς ἄγνοιας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας.

 Προϋποτίθεται στή σκέψη τοῦ ὑμνογράφου μας ὅτι ἡ ἁμαρτία νεκρώνει δυστυχῶς τό πνευματικό μας ὄμμα, τόν νοῦ μας, καί ἡ ἐκ νέου ζώωσή του, ἡ ἀνάστασή του, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ παρά μόνον μέ τήν παντοδύναμη ἐνέργεια τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος μόνον ἔχει τή δύναμη νά διοχετεύσει ζωή στήν ἄβυσσο τοῦ Ἅδη μας καί νά μᾶς δώσει μετάνοια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τήν ἀνάσταση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.

 Ποιό θά εἶναι τό σημεῖο ὅτι ὄντως ἀνέστη ὁ νοῦς μας; Ἀφενός ἡ σύμφωνη μέ τό ἅγιο θέλημά Του ζωή μας μέ τούς κραδασμούς τῶν βαΐων τῆς χαρᾶς μας, ἀφετέρου ἡ δοξολογική κραυγή μας γιά τή συγκατάβασή Του νά ἔλθει καί νά ἔρχεται πάντοτε μέσα στά ὅρια καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ δυναμώσας μου τόν νοῦν, ἐξασθενοῦντα προσβολαῖς πονηραῖς, πρός τό θέλημα τό σόν, ἴθυνον Κύριε.

Ραθυμίας νυσταγμῷ, ἐπί κλίνης ἡδονῶν καθεύδοντά με, διανάστησον Χριστέ, καί τῶν σῶν προσκυνητήν Παθῶν ἀνάδειξον.

Λαμπρυνθέντες τάς ψυχάς, τῇ νηστείᾳ καθαροί, προσυπαντῆσαι, ἐπειχθῶμεν Χριστῷ, πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ἐπιδημοῦντι σαρκί» (ὠδή α΄, ἦχος β΄).

(Κύριε, ἀφοῦ μοῦ δυναμώσεις τόν νοῦ πού χάνει τή δύναμή του ἀπό τίς πονηρές προσβολές, ὁδήγησέ με πρός τό δικό Σου θέλημα.

Ξύπνα με, Χριστέ, γιατί κοιμᾶμαι στήν κλίνη τῶν ἡδονῶν ἀπό τή νύστα τῆς ραθυμίας, κι ἀνάδειξέ με προσκυνητή τῶν Παθῶν Σου.

Ἀφοῦ λαμπρύναμε τίς ψυχές μέ τή νηστεία, ἄς σπεύσουμε, ὡς καθαροί ψυχικά, νά συναντήσουμε τόν Χριστό πού φθάνει ὡς ἄνθρωπος στήν Ἱερουσαλήμ).

Τό δίπολο στό ὁποῖο κινεῖται διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μας, ἐν προκειμένῳ στήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τῆς ἡμέρας, τοῦ ἁγίου καί πάλι Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, συνεχίζεται: ἀπό τή μιά ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἡ ὁποία ὀφείλεται καί στόν Πονηρό πού δέν παύει νά πολεμάει τόν πιστό, ἀλλά καί στή ραθυμία τῶν παθῶν πού δένει τόν πιστό στίς ἡδονές· κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ στροφή «πρός τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τήν ἱκεσία τῶν δούλων Του τούς καθοδηγεῖ πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τούς ἀνασηκώνει, ὥστε νά εἶναι μαζί Του, συνοδοπόροι καί προσκυνητές τῶν Παθῶν Του. Δεδομένα γιά τή σωτηριώδη αὐτή σχέση Χριστοῦ καί πιστῶν δύο «πράγματα»: Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἴδιου πρός τά πλάσματά Του - ὁ Σταυρός καί τά Πάθη Του εἶναι ἡ διαρκής ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς· δεύτερον, ἡ δική μας, τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμία νά εἴμαστε μέ τόν Κύριο - ἡ δέησή μας νά μᾶς βοηθήσει καί ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, πού καθαρίζει τήν ψυχή, εἶναι ἀπό πλευρᾶς μας ἡ ἀπόδειξη ἐπίσης τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.

Τό πιό κρίσιμο στοιχεῖο στή σχέση αὐτή μέ τόν Κύριο βεβαίως εἶναι ἡ παράκλησή μας νά κατευθύνει τό δικό μας θέλημα πρός τό δικό Του: «ἴθυνον πρός τό Σόν θέλημα». Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ὅτι τό μόνο πού τίθεται πάντοτε ὡς ἐμπόδιο στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι τό δικό μας θέλημα. «Τό θέλημα», κατά τούς ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, «εἶναι τό χάλκινο τεῖχος πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν Θεό». Εἶναι ὁ ἀγώνας μέ τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» - ἡ συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τό νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφάσισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσωπικό δικό του θέλημα. Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ, Πάτερ». Ἡ ἐπιλογή αὐτή, ὀδυνηρή πράγματι γιατί περνάει ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, φανερώνει ὅτι δέν λέμε ἀκόμη καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ὑποκριτικά. Γιατί ὁ Κύριος ἐξαρχῆς καί διηνεκῶς αὐτό μᾶς ζητάει κι ἐμεῖς ἀπό αὐτό κρινόμαστε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μας.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι. Αν τον πάρεις απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος» (όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης).

Ο όσιος Κατουνακιώτης κινείται Αγιογραφικά, Πατερικά, βιωματικά. Αυτό που λέει δηλαδή εκφράζει τον λόγο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, τον λόγο των Πατέρων και της Εκκλησίας, τον λόγο τον δικό του που είναι καρπός φωτισμού του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καθαρή από τα πάθη αγιασμένη του καρδιά. Κι αυτό συνιστά βεβαίως τον ορισμό του αληθινού θεολόγου κατά την πίστη μας: θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί όχι απλώς μεταφέροντας απόψεις της Γραφής και των Πατέρων – κι αυτό είναι καλό και άγιο  βεβαίως για τους αρχαρίους εμάς, όταν κινούμαστε εν ταπεινώσει – αλλά που ομιλεί καθώς έχει γίνει «διδακτός Θεού». «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» διακηρύσσει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο προφητάναξ Δαυίδ.

Ο άγιος Εφραίμ εν προκειμένω δεν αναφέρεται στη θεολογία καθ’ αυτό του Σταυρού του Κυρίου, Σταυρού που περικλείει κατά τους αγίους «όλη την τελειότητα της πίστεως». Αναφέρεται στην πορεία του χριστιανού, όταν αποφασίζει με επίγνωση να ακολουθήσει τον Κύριο. Και η πορεία αυτή είναι σταυρική, γιατί με τον τρόπο του Σταυρού περιεπάτησε ο αρχηγός της πίστεως. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς πιστός του Κυρίου και να «ξεφύγει» από τον μονόδρομο αυτόν - πιο καθαρά ο Κύριος δεν θα μπορούσε να το πει. Και περιεχόμενο της σταυρικής αυτής πορείας ως ακολουθίας Εκείνου είναι η απάρνηση του εγωιστικού θελήματος και η εν αγάπη θυσία του εαυτού προς χάριν του συνανθρώπου. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή» είπε ο Κύριος με απόλυτο τρόπο, «ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Σταυρός δηλαδή για τον χριστιανό είναι να βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή σε ετοιμότητα να θυσιάζει οτιδήποτε δικό του και προσωπικό, όπως έκανε ο ίδιος ο Κύριος, προκειμένου να ζει τη μεγάλη αγάπη της προσφοράς του εν χάριτι προς τον κάθε συνάνθρωπο.

Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που σημειώνει και ο άγιος Εφραίμ. Ενώ φαίνεται ότι θυσιάζεσαι, ενώ φαίνεται ότι περνάς εν οδύνη τη ζωή σου, η θυσία και η οδύνη αυτή μεταποιούνται από τη χάρη του Θεού σε πραγματικότητα ελαφριά, σε ανάπαυση και παρηγορία καρδίας. Ο ίδιος ο Κύριος και πάλι το σημείωσε και έκτοτε το ακολουθούν και το ζουν όλοι οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Εφραίμ. «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Πώς συμβαίνει αυτό; Μα για τον λόγο ότι τότε ενεργοποιείται στο έπακρο η χάρη του αγίου βαπτίσματος ως παρουσία ενεργός του Κυρίου στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι ο χριστιανός; Δεν είναι μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου, όπως είναι το κλήμα στο αμπέλι; Λοιπόν, κατά την υπόσχεση του Ίδιου, την ώρα που ο πιστός θα θελήσει να βρεθεί εκεί που του υποδεικνύει ο Ιησούς με τις άγιες εντολές Του, εκείνη την ώρα ζωντανεύει με έναν μυστικό τρόπο και η εμφάνισή Του στη δική του ύπαρξη. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι αυτός που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και εγώ θα Τον αγαπήσω και θα του εμφανιστώ μέσα του». Η ζωή του Κυρίου γίνεται με τον τρόπο αυτόν ζωή και του πιστού. Ο πιστός φανερώνεται εν χάριτι ως ένας άλλος Χριστός. Αυτό δεν ετόνιζε και ο απόστολος Παύλος από την προσωπική του εμπειρία; «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» - η συσταύρωσή του με τον Κύριο ως βίωση της δικής Του αγάπης τον μετέθετε στη χαρισματική κατάσταση της αλληλοπεριχώρησής του με τον Κύριο.

Αν όμως δεν υπάρχει η μυστική αυτή σχέση με τον Κύριο, αν η πίστη του χριστιανού κινείται σε επίπεδο περισσότερο ιδεολογικό, διότι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο κυριαρχεί στη ζωή του, τότε πράγματι αρχίζει ο σταυρός ως ακολουθία του Κυρίου να μην υφίσταται. Το αντίθετο: αρχίζει ο όποιος θεωρούμενος «σταυρός», η όποια υπάρχουσα ατυχία ή αδικία ή θλίψη ή οδύνη της ζωής αυτής να «εισπράττεται» ως βάρος ασήκωτο που καθιστά τον «αίροντα», κατά την (κοσμική) γνώμη του, «μάρτυρα», «θύμα» που εγείρει ασφαλώς το «δικαίωμα» της επανάστασης. (Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο μεγάλος και σοφός δάσκαλος της ορθοδοξίας μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός για κάποιους κληρικούς, ότι από «φορείς χάριτος καθίστανται αχθοφόροι;»). Και τότε δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοχαρακτηρίσει «άθεον εν τω κόσμω»; Τον πράγματι άθεο ή τον «ένθεο» άθεο; Και δεν είναι λίγες οι φορές που όντως ακούμε ή λέμε κι εμείς ότι περνάμε «τα μαρτύρια του Χριστού» κι ότι ο σταυρός μας είναι πολύ μεγάλος για τα μέτρα μας - ομολογία κατ’ ουσίαν της μη χριστιανικότητάς μας.  

Αλλά είπαμε: ακολουθία του σταυρού, συσταύρωση με Εκείνον σημαίνει χαρισματική αποδοχή του όποιου μαρτυρίου, γιατί το περνάμε κατά τον τρόπο του Αρχηγού της πίστεως, δηλαδή με τον τρόπο της αγάπης. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του «σταυρού» μας δεν έχει χαρακτήρα χριστιανικό, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται με τη χάρη του ονόματος αυτού.

ΤΡΙΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Ω ΨΥΧΗ, ΤΙ ΡΑΘΥΜΕΙΣ; ΤΙ ΑΜΕΛΕΙΣ;

«Ὀλισθηρῶς τοῖς παραπτώμασι καί ταῖς σειραῖς τῶν ἁμαρτημάτων συνδεδεμένη, ὦ ψυχή, τί ῥαθυμεῖς; τί ἀμελεῖς; φεῦγε ἀεί Σοδόμων καί Γομόρρας ὡς ὁ Λώτ ἀσελγείας τόν ἐμπρησμόν˙ μή στραφῇς εἰς τά ὀπίσω καί γένῃ καθάπερ στήλη ἁλός˙ εἰς ὄρος ἀνασώζου τῶν ἀρετῶν˙ φεῦγε ἀεί τοῦ ἀπηνοῦς Πλουσίου ἀσπλαγχνίας τήν φλεγμονήν˙ εἰς τούς κόλπους πρόβαινε τοῦ Ἀβραάμ, ὡς ὁ Λάζαρος, διά ταπεινοφροσύνης κράζουσα˙ Ἡ ἐλπίς μου καί καταφυγή, Κύριε, δόξα σοι» (απόστιχα αίνων, ήχος πλ. α΄).

(Ψυχή μου, καθώς είσαι συνδεδεμένη με τρόπο ολισθηρό με τα παραπτώματα και τις συνεχείς αμαρτίες, γιατί δείχνεις ραθυμία και αμέλεια; Απόφευγε πάντοτε όπως ο Λωτ τον εμπρησμό των Σοδόμων και των Γομόρρων. Μη στραφείς προς τα πίσω και γίνεις σαν στήλη άλατος. Κατάφυγε για να σωθείς στο όρος των αρετών. Απόφευγε πάντοτε τη φλεγμονή της ασπλαχνίας του σκληρόκαρδου πλουσίου. Προχώρα εκεί που είναι η αγκαλιά του Αβραάμ, όπως ο Λάζαρος, κραυγάζοντας με ταπείνωση: Κύριε που είσαι η ελπίδα και η καταφυγή μου, δόξα Σοι).

 Απόλυτα προσγειωμένος ο άγιος υμνογράφος βλέπει με τη χάρη του Θεού ότι η αμαρτία δεν είναι κάτι από το οποίο εύκολα μπορεί να ξεφύγει. Μπορεί να είναι βαπτισμένος και συνδεδεμένος πραγματικά με τον Ιησού Χριστό, ένα με Εκείνον, διότι «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», όμως διαπιστώνει ότι τα απομεινάρια της αμαρτίας και οι ρίζες των παθών του τον κατατρύχουν και τον ταλαιπωρούν. Κι αυτό γιατί; Διότι κυριαρχείται από την τυραννίδα των παθών, τη ραθυμία και την αμέλεια. Ο άνθρωπος εύκολα γλιστράει στην αμαρτία, τα πάθη του λειτουργούν μέσα του ως δρόμος ολισθηρός, όπως είναι πολύ εύκολο κάποιος να γλιστρήσει όταν περπατάει εκεί που έχουν χυθεί λάδια! Κι είναι μία έμμεση εξαγγελία του αγίου ποιητή ότι στην πνευματική ζωή δεν μπορείς να ξεχαστείς. Μόλις ξεχαστείς και αρχίσεις τη ρέμβη από τα ηδέα της ζωής, έχεις κιόλας πέσει. Η πνευματική ζωή δηλαδή χαρακτηρίζεται από τη νήψη, από την εγρήγορση, τη διαρκή πρόκληση δηλαδή προς την ίδια την ψυχή μας να βρισκόμαστε σε ένταση – όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου, ψυχικές και σωματικές πρέπει να είναι σε λειτουργία. Κι όχι μόνο για το «λεῖον τῶν ἡδονῶν», αλλά και για τον «ζήλο» που δείχνει ο αντίδικος ημών διάβολος, ο οποίος σαν λιοντάρι ωρύεται ψάχνοντας ποιον να καταπιεί. Ο ίδιος ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Κι ο πατερικός λόγος διά στόματος μάλιστα του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτου θα το πει με δραματική ένταση: «Αν είστε αμελείς για τη σωτηρία σας, ο Θεός επίσης θα γίνει “αμελής” προς εσάς» - βλέποντας ο Θεός την άρνησή μας να βρισκόμαστε σε υπακοή προς τον λόγο και το θέλημά Του, μας αφήνει στο νοσηρό δικό μας θέλημα. Η κόλαση της «αμέλειας» του Θεού έναντι ημών!

Ο άγιος υμνογράφος επιστρατεύει παραδείγματα από τη Γραφή. Αρνητικά: την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων που επέμεναν αμετάκλητα στην αμαρτία τους˙ τη γυναίκα του Λωτ που παρήκουσε την εντολή του Θεού και στράφηκε και πάλι στα αμαρτωλά γινόμενη στήλη άλατος˙ τον σκληρόκαρδο πλούσιο της παραβολής με τον πτωχό Λάζαρο. Και θετικά: τον Λωτ που υπήκουσε και σώθηκε˙ τον Λάζαρο που με την ταπείνωσή του γεύτηκε τις δωρεές του Αβραάμ. Για τον ποιητή μας και σύνολη την Εκκλησία μας βεβαίως η πνευματική ζωή είναι μονόδρομος: ανάβαση στο όρος των αρετών, δηλαδή πορεία στα ίχνη του Χριστού. Και τα ίχνη του Χριστού τα βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο στις άγιες εντολές Του. Οι εντολές του Κυρίου αποκαλύπτουν το περιεχόμενο και της δικής Του ζωής, επομένως ο πιστός δεν πορεύεται στα τυφλά. Ο δρόμος είναι ξεκάθαρος μπροστά του. Αρκεί να κινήσει προς τα εκεί εν αγάπη και τη θέλησή του.